«Δεσμώτης του ιλίγγου»(“Vertigo” – 1958)

του Γιώργου Κοσκινά

Με 7,3 εκατομμύρια δολάρια κέρδη, το αποκαλείς και blockbuster για τα χρόνια του. Στην Αμερικάνικη περίοδο της καριέρας του ο Χίτσκοκ επικοινωνεί τη δουλειά του σε σαφώς πιο πλατύ κοινό και απολαμβάνει την γλυκιά γεύση της επιτυχίας και της καθολικής αναγνώρισης. Όλα του τα φιλμ της δεκαετίας του ’50 πήγαν πολύ καλά εμπορικά και ήταν εξαιρετικά. Η τριάδα που ξεχώρισε από πλευράς αποδοχής του κοινού(με την ανάλογη εισπρακτική επιτυχία, αλλά και τις υψηλές βαθμολογίες στις κινηματογραφικές βάσεις δεδομένων), ήταν τα “The rear window”(1955), “Vertigo”(1958) και “North by Northwest”(1959). Καλλιτεχνικά, τα “The trouble with Harry”(1955) και “The man who knew too much”(1956), είχαν πιο γοητευτικά στοιχεία, στα δικά μου τα μάτια πάντα.

Ο Χίτσκοκ είχε το χάρισμα της επιλογής ιστοριών από εκείνες που περνούσαν σχεδόν αδιάφορα από τα pulp περιοδικά της εποχής. Το έκανε πολλές φορές και πάντα με επιτυχία. Εδώ παίρνει μια νουβέλα των Pierre Boileau και Thomas Narcejac του ‘54, το “D’entre les morts” (“The living and the dead”) και τροποποιεί το Παρίσι της δεκαετίας του ’40 με το Σαν Φρανσίσκο του ’50. Όλα είναι μοναδικά και εδώ. Οι τίτλοι έναρξης του πρωτοποριακού Σαούλ Μπας(“The Man with the Golden Arm “ -1955, “Anatomy of a Murder” – 1959, “North by Northwest”  – 1959), ο οποίος επιμελούνταν και τις κινηματογραφικές αφίσες, βάζει άμεσα τον θεατή στο κλίμα της ταινίας. Ο Bass έχει βάλει το χεράκι του και στην φοβερή animated σκηνή του εφιάλτη.

Ένας άλλος συνεργάτης του Χίτσκοκ έχει επιμεληθεί την μουσική, ο διάσημος Μπέρναρντ Χέρμαν. Πλάνα και νότες πηγαίνουν χέρι – χέρι μέχρι τέλους, ντύνοντας υπέροχα κάθε σκηνή. Και ο Τζώρτζ Τομασίνι, ο σπουδαίος μοντέρ και πιστός συνεργάτης του Βρετανού σκηνοθέτη δηλώνει παρόν. Πρωταγωνιστούν οι Τζέημς Στιούαρτ και Κιμ Νόβακ. Πολύ καλές ερμηνείες και από τους δύο. Σε μικρότερους ρόλους η Μπάρμπαρα μπελ Γκέντες, ο Τομ Χέλμορ και η Έλεν Κόρμπι(η γιαγιά της «Οικογένειας Ουώλτονς»).

Έχοντας παραιτηθεί από το αστυνομικό σώμα και με την εικόνα της μοιραίας πτώσης του συναδέλφου του από την ταράτσα ενός κτιρίου, ο Σκότι Φέργκιουσον παλεύει να νικήσει τους δαίμονες του και την ακροφοβία. Θα δεχτεί την παρακολούθηση της συζύγου ενός παλιού του συμμαθητή και νυν εφοπλιστή, θα την ερωτευτεί και ταυτόχρονα, θα προσπαθήσει να ανακαλύψει τον λόγο που την ωθεί στο παρελθόν και στην τραγική πορεία της προγιαγιάς της…

«Άγγελοι στο βούρκο»(“Fallen angel” – 1945)

του Γιώργου Κοσκινά

Κατά την άποψη του γράφοντα, ίσως το καλύτερο νουάρ του Πρέμιτζερ. Η σεναριακή προσαρμογή του Χάρι Κλάινερ πάνω στην ομώνυμη νουβέλα της Μάρτι Χόλαντ είναι υποδειγματική. Όπως και οι ερμηνείες των Ντάνα Άντριους(μέσα στις 2-3 καλύτερες της καριέρας του), Λίντα Νταρνέλ, Άλις Φέι, Τσάρλς Μπίκφορντ(υπέροχη ερμηνεία), Άνν Ριβέρ, Τζων Κάρανταιν(ναι, βρήκε χώρο και τρύπωσε κι εδώ!) και Πέρσι Κίλμπραιντ(πολύ αξιόπιστος καρατερίστας). Βγάζουν όλοι προσωπικότητα και ταλέντο σε απαιτητικούς ρόλους.

Ο Τζόζεφ Λασέλ που επιμελείται την διεύθυνση φωτογραφίας έχει εξαιρετικές επιλογές, σκοτεινές, πιστές στο ύφος της ταινίας και του είδους γενικότερα. Είχαν συνεργαστεί με τον Πρέμιτζερ και στο «Λάουρα»(“Laura”, του 1944). Την μουσική έγραψε ο Ντέηβιντ Ράκσιν.

Ένας απατεωνάκος κατεβαίνει άφραγκος στην μικρή επαρχιακή πόλη του Γουόλτον. Εκεί γνωρίζει την μοιραία σερβιτόρα που του παίρνει τα μυαλά και, προκειμένου να την παντρευτεί, σκαρφίζεται έναν δήθεν κεραυνοβόλο έρωτα για μια από τις δύο γεροντοκόρες του θανόντα δημάρχου, με ένα φουσκωμένο τραπεζικό λογαριασμό. Όμως, ο έρωτας δεν χωράει τρεις και το έγκλημα δεν παντρεύει…

«Συλλάβατε τον Κάρτερ»(“Get Carter” – 1971)

του Γιώργου Κοσκινά

Βασισμένο στο βιβλίο του Ted Lewis “Jack’s Return Home” του 1970, το φιλμ του Mike Hodges έγινε σύγχρονος κινηματογραφικός μύθος και μια από τις καλύτερες ταινίες της Βρετανικής crime σκηνής. Καλτ μέχρι το κόκκαλο, προσεγγίζει το σκληρό, Αμερικάνικο ύφος, αλλά με τον φλεγματικό τρόπο που μόνο οι Βρετανοί έχουν την κουλτούρα να αποτυπώνουν τόσο στις τέχνες όσο και στην καταγραφή της καθημερινότητας. Ένας ορεξάτος Michael Caine στο ξεκίνημα της μεγάλης του καριέρας, την περίοδο που κόντεψε να τυποποιηθεί με τις συνεχόμενες συμμετοχές σε ρόλους κατασκόπου και μια ασύλληπτη μουσική υπόκρουση, από τις καλύτερες που γράφτηκαν ποτέ για ταινία του είδους, από τον ιδιοφυή κ. Roy Budd. Ένα soundtrack που δεν πρέπει να λείπει από το σπίτι κανενός σινεφίλ και δη συλλέκτη κινηματογραφικής μουσικής.

Ο Quentin Tarantino, ο Guy Ritchie και όλοι οι θιασώτες της σινε αδρεναλίνης, του συνδυασμού κοφτών διαλόγων, βίας και ιλιγγιώδους ταχύτητας, «πάτησαν» και «πατούν» στα πλάνα του Mike Hodges και στις υπέροχες επιλογές αστικών τοπίων του διευθυντή φωτογραφίας Wolfgang Suschitzky. Αποτελεί κάτι σαν άτυπο εγχειρίδιο για άκρως αντισυμβατικά και αρκούντως φευγάτα καλτ αστυνομικά φιλμ. Η Λονδρέζικη αισθητική των αρχών της δεκαετίας του ’70 που κυριαρχεί σε κάθε σχεδόν καρέ, αποπνέει μια αύρα μετά-χίπικης αντίληψης, με τα παντελόνια καμπάνα, τα επιμελώς ατημέλητα χτενίσματα και την φιλοσοφία της φαβορίτας να κάνει τις πρώτες, δειλές της εμφανίσεις. Αυτή την περίοδο ή την λατρεύεις, ή την μισείς. Μέση λύση δεν υπάρχει. Η κάμερα πάντως την αγάπησε και μας χάρισε πολλούς λόγους για να ενστερνιστούμε την άποψη της. Ένας από αυτούς είναι και το “Get Carter”.

Από κορμί ταλεντάρα η Britt Ekland. Το ξέρατε άλλωστε φαντάζομαι, δεν περιμένατε να σας το πω εγώ. Έυφημος μνεία για την Geraldine Moffat και τις φοβερές εμφανίσεις της, στον απόηχο της μίνι φούστας οριακά κινούμενη. Ο Ian Hendry παρότι της γλύτωσε της βασίλισσας και δεν τον έκανε sir ήταν ένας εξαιρετικός ηθοποιός και εδώ το πιστοποιεί για ακόμη μια φορά. Αγαπημένες σκηνές: η Ekland τηλεφωνεί στο κρεβάτι(ντυμένη σχετικά), η Moffat ποζάρει στα μωβ με τον ψαρωτικό Caine στην εξώπορτα(φυσικά με μίνι φούστα, τι διάολο, πουριτανοί είμαστε;), ο Caine διαβάζει Raymond Chandler το «Αντίο γλυκιά μου», στο βαγόνι του τρένου. Και μια ακόμη. Το σεργιάνι στις αποβάθρες του Νιούκαστλ με την Moffat να οδηγεί την άσπρη Sunbeam Alpine roadster του ’67 και τον Caine να αλλάζει κουβέντα γιατί δε ξέρει πώς να αντιδράσει που του την πέφτει η τύπισσα και οδηγάει συγχρόνως(θα είχε τους λόγους προφανώς…).

Προσοχή! Αν είναι να δείτε κάποιο remake της ταινίας, προτιμήστε τα blaxploitation «Hit Man» του George Armitage, ή το «Cool Breeze» του Gene Corman, αμφότερα από το σωτήριο έτος 1972, με υπέροχες μαύρες μουσικές, βία, βωμολοχία, πιστολίδι, μπουνίδι και βρώμικους δρόμους Αμερικάνικων μεγαλουπόλεων και ουχί το νερόβραστο του 2000 με τον Sylvester Stallone.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Η δολοφονία του αδελφού του φέρνει τον εκτελεστή του οργανωμένου εγκλήματος Τζακ Κάρτερ στο Νιούκαστλ, στα ίχνη των δολοφόνων. Η αποφασιστικότητα να φτάσει μέχρι τέλους, θα τον οδηγήσει σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι με τον θάνατο και ένα αδιέξοδο που αν επιχειρήσει να το προσπεράσει ίσως αποβεί μοιραίο…

ΤΑ ΘΡΙΛΕΡ ΤΗΣ DELL

του Γιώργου Κοσκινά

Μεταφορές γνωστών θρίλερ ταινιών στο χαρτί, που κυκλοφόρησαν από την Αμερικάνικη Dell.

Στις 28 Φεβρουαρίου του 1962, έχουμε το “The raven”(από το μυθιστόρημα του Ποε, με πρωταγωνιστή τον Vincent Price), σε σενάριο Don Segall και σκίτσα από τον Frank Springer.

Το “The Mummy”(από την ομώνυμη ταινία της Hammer), κυκλοφόρησε στις 12 Ιουλίου του 1962 από την σειρά Movie Classics. Σενάριο από τον Don Segall, σκίτσα από τον Jack Sparling.

Στις 16 Αυγούστου του 1962 κυκλοφορεί το “Dracula”, σε σενάριο Bernhardt J. Hurwood και σκίτσα από τους Max Elkan και Bob Jenney. Κατά πάσα πιθανότητα το μελάνωμα έκαναν οι δύο πιο πάνω και ο Joe Certa.

Το “The creature” δεν είναι άλλο από την κόμικς μεταφορά της cult sci fi ταινίας “The creature from Black Lagoon”(στην οποία κάνει και ένα πέρασμα ενός λεπτού ο νεότατος Clint Eastwood). Κυκλοφορεί από την ίδια σειρά, στις 25 Οκτωβρίου του 1962, σε σκίτσα Bob Jenney και σενάριο αγνώστου.

13 Σεπτεμβρίου του 1963 και η Dell χτυπά για ακόμη ένα φθινόπωρο με κινηματογραφικό τρόμο. Αυτή την φορά είναι η σειρά του “Twice told tales”, σε σενάριο Paul S. Newman και σκίτσα από τον Frank Springer.

Το “the tomb of Ligeia” έρχεται στις 20 Ιανουαρίου του 1965, σε σκίτσα από τον John Tartaglione, μελάνια του Vince Colletta και lettering από τον John d’Agostino. Σενάριο άγνωστος.

Μια ακόμη ταινία με πρωταγωνιστή τον Vincent Price περνάει στο χαρτί και ζωντανεύει από την σειρά αυτή της Dell. Είναι το “War gods of the deep” που κυκλοφορεί στις 11 Μαΐου του 1965. Σκίτσα από τον John Tartaglione, μελάνια του σπουδαίου Dick Giordano, σενάριο αγνώστου.

Το “Die monster die!”(η ταινία του Boris Karloff), κυκλοφόρησε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1965, σε σενάριο από τον Joe Gill, σκίτσα από τον John Tartaglione, μελάνια του Vince Colletta και lettering από τον Ben Oda.

Αυτά τα 8 τεύχη εμπνευσμένα ως θεματολογία από γνωστές ταινίες τρόμου της δεκαετίας του ’60, βρήκα μέχρι αυτή την στιγμή να έχει εκδώσει η Dell Comics, από την σειρά της Movie Comics. Αν προκύψουν επιπλέον θα τα παραθέσω σε προσεχή αναφορά. Φυσικά, αν γνωρίζετε περισσότερα, είστε ελεύθεροι να μας διαφωτίσετε και να εμπλουτίσετε τις γνώσεις μας με τις δικές σας προσθήκες.

«Ο ταχυδρόμος χτυπά πάντα δύο φορές»(“The postman always rings twice” – 1946)

του Γιώργου Κοσκινά

Δεν υπάρχει λίστα με τα καλύτερα νουάρ όλων των εποχών από την οποία να απουσιάζει το φιλμ του Tay Garnett. Αν και δεν ήταν η πρώτη, ούτε και η μοναδική μεταφορά στην μεγάλη οθόνη του βιβλίου του James Mc Cain, εντούτοις ήταν αυτή που έμεινε πιο έντονα χαραγμένη στο νου όλων των σινεφίλ ως η πιο επιτυχημένη. Αυτή που αποτυπώνει πιο πιστά από όλες το ύφος του βιβλίου. Οι δύο πρώτες απόπειρες ήταν Ευρωπαϊκές. Αρχικά το Γαλλικό “Le dernier tournant”(1939) και έπειτα το Ιταλικό “Ossessione”(1943). Συνεπώς η εκδοχή του Garnett ήταν η πρώτη Αγγλόφωνη. Ο McCain έγραψε το βιβλίο το 1934 και έκτοτε συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον χαρακτηριστικών αστυνομικών της γενιάς του, εφάμιλλο αυτών των Hammett και Chandler.

Ο Garnett επέλεξε για πρωταγωνιστικό δίδυμο δύο ηθοποιούς με μεγάλη καριέρα στο Χόλλυγουντ και έμπειρους σε τέτοιου είδους φιλμ, τους John Garfield και Lana Turner, οι οποίοι αποδεικνύονται ως το τέλειο, μοιραίο ζευγάρι, θύτες και θύματα μιας πολυσύνθετης πλεκτάνης. Σε συμπληρωματικούς ρόλους εμφανίζονται οι Cecil Kellaway, Hume Cronyn, Leon Ames και Audrey Totter. Σεναριακή προσαρμογή από τους Harry Ruskin και Niven Busch. Θαυμάσια ασπρόμαυρη φωτογραφία από τον Sidney Wagner. Την μουσική έγραψε ο George Bassman και ο Erich Zeisl και την παραγωγή ανέλαβε ο Carey Wilson για λογαριασμό των στούντιο της Metro Goldwyn Mayer. Η οποία είδε να πιάνουν τόπο τα σχεδόν 300.000 δολάρια του προϋπολογισμού, με κέρδη στα ταμεία της τάξης των 6,6 εκατομμυρίων. Να πούμε ότι γυρίστηκε ακόμη μια εκδοχή της ταινίας το 1981, σε σκηνοθεσία Bob Rafelson, σε σενάριο David Mamet, με το δίδυμο Jack Nicholson, Jessica Lange. Εξαιρετικό και αυτό.

Οι διαβολικοί εραστές του Εμίλ Ζολά από το “Therese Raquin” του 1868 ζωντανεύουν ξανά στην Αμερική της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, μπροστά από τις κάμερες αυτή τη φορά, σε ένα γαϊτανάκι ενόχων και ενοχών, θυτών και θυμάτων. Έξοχο ψυχολογικό θρίλερ, με πρωταγωνιστές την όμορφη Κόρα, σύζυγο του Έλληνα ταβερνιάρη, που ζει έναν παθιασμένο έρωτα στο πρόσωπο του Φρανκ, ενός άνεργου που θα χτυπήσει την πόρτα ζητώντας δουλειά. Οι δύο τους σχεδιάζουν την δολοφονία του Νικ Παπαδάκη, που όσο κι αν φαντάζει απλή στα μάτια τους, έχει πολύ περισσότερες προεκτάσεις από όσες αρχικά διακρίνουν…

«Κολασμένη αγάπη»(“Double indemnity” – 1944)

Με 21 υποψηφιότητες(13 για σενάριο και 8 για σκηνοθεσία) και 6 βραβεία Όσκαρ, ο Billy Wilder θεωρείται ένας από τους κορυφαίους κινηματογραφιστές του Αμερικάνικου σινεμά όλων των εποχών και άκρως επιδραστικός. Παραθέτω τα βραβεία:

Σεναρίου για το “Sunset Boulevard”(1950), σεναρίου, σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας για το “The apartment”(1960), σεναρίου και σκηνοθεσίας για το “The fortune cookie”(1966).

Ο Wilder αρέσκονταν να πειραματίζεται εξερευνώντας πτυχές της τέχνης του. Σε αυτές τις αναζητήσεις ασχολήθηκε με ετερόκλητα είδη και ήταν ένας από τους ελάχιστους που δεν τυποποιήθηκαν για το κλισέ ύφος τους. Το 1944, αφήνει πίσω του τους Αφρικάνικους αμμόλοφους και την στρατιά του Ρόμελ, για να αποτυπώσει σε κινηματογραφική ταινία μια αριστουργηματική, νουάρ ματιά. Ένα χρόνο πριν το υπέροχο νουάρ δράμα “The lost weekend” με το δίδυμο Ray Milland και Jane Wyman, στην μόλις 4η του ταινία μεγάλου μήκους, δίνει το στίγμα του μεγάλου του ταλέντου, με ένα φιλμ που έγινε σημείο αναφοράς στο είδος, όπως όλες σχεδόν οι μεταφορές των pulp αναγνωσμάτων του Dashiell Hammett και του Raymond Chandler. Ατμόσφαιρα, φωτογραφία, αισθητική, ερμηνείες, σενάριο, μουσική. Όλα έχουν την ετικέτα «νουάρ» και παραπέμπουν στην χρυσή δεκαετία του είδους με τους εκατομμύρια φίλους παγκοσμίως, αυτήν του ’40.

Ο Wilder απέφυγε να μεταφέρει κάποια από τις νουβέλες των Hammett και Chandler και προτίμησε τον James M. Cain, έναν συγγραφέα με τεράστια απήχηση στο Αμερικάνικο κοινό και πολύ μεγάλες εκδοτικές και σινέ επιτυχίες. Το ύφος των The Postman Always Rings Twice (1934) και Mildred Pierce (1941), έπεισε τον σκηνοθέτη να επενδύσει στο “Double indemnity” και δικαιώθηκε. Οι Fred MacMurray, Barbara Stanwyck και Edward G. Robinson συνθέτουν την τέλεια πρωταγωνιστική τριάδα. Έξοχη η φωτογραφία του John Seitz και η μουσική επένδυση του πολυβραβευμένου Miklós Rózsa(“Spellbound» – 1945, «A Double Life» – 1947, «Ben-Hur» – 1959). Το “Double indemnity” είναι μια σημαντικότατη παρακαταθήκη του Wilder και συνεισφορά στον σινέ μύθο του νουάρ.

Ένας ασφαλιστής ερωτεύεται μια μοιραία γυναίκα και γίνεται ο ενδιάμεσος κρίκος για την εξόντωση του συντρόφου της, ενώ άθελα του πρωταγωνιστεί σε μια απόλυτα απρόβλεπτη δολοπλοκία, με πλήθος αποδέκτες…

«Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα»(“Tomorrow is another day” – 1951)

Ανέλπιστα καλό και πρωτότυπο αστυνομικό, που ξαφνιάζει ευχάριστα τον θεατή σεναριακά, με τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών και με την αρτιότητα του. Κι αυτό γιατί δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των γνωστών νουάρ της εποχής. Οι συντελεστές είχαν μια αξιόλογη πορεία στον χώρο, όμως αυτό εδώ το φιλμ δεν προωθήθηκε ίσως κατάλληλα, κι έτσι πέρασε στην σινε λήθη αδίκως. Το σενάριο έγραψαν οι Αρτ Κον και Γκάι Έντορ, ενώ την σκηνοθεσία ανέλαβε ο Φέλιξ Φίστ(ασχολήθηκε επί μακρόν με τα αστυνομικά και έκανε μεγάλη καριέρα στην τηλεόραση).

Πρωταγωνιστούν οι Ρουθ Ρόμαν και Στηβ Κόχραν, παλαίμαχοι και οι δύο αυτών των φιλμ, με δεκάδες συμμετοχές σε καστ παρόμοιων ταινιών. Έπαιρναν συνήθως συμπληρωματικούς ρόλους, ειδικά ο Κόχραν, αλλά ήταν αξιόπιστοι και με καλές ερμηνείες. Η ταινία του Φίστ δεν αφήνει τον θεατή να βαρεθεί με αργά πλάνα και περιττούς διαλόγους. Είναι άμεση και γρήγορη, με κοφτούς διαλόγους. Πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι παρανόμων που τους ενώνει η μοίρα και οι συγκυρίες, σε ένα παράλογο και ως ένα σημείο άδικο κρυφτούλι με το νόμο, το οποίο μέσα από πολλές ανατροπές θα τους οδηγήσει στον έρωτα…

«Η νύχτα με τις μάσκες»(Halloween» – 1978)

«Η νύχτα με τις μάσκες»(“Halloween” – 1978)

Από τα πρώτα και πλέον επιτυχημένα, Αμερικάνικα slasher. Εδώ έχουμε μια πρώιμη βέβαια μορφή αυτού του είδους ταινιών, κατά πολύ πιο ήπια σε σχέση με αυτές της επόμενης γενιάς, όπου εξελίχθηκαν σε μαθήματα για κρεοπώλες. Βγήκε στις αίθουσες 25 Οκτωβρίου του ’78 και με 350.000 δολάρια budget έφερε στα ταμεία 70 εκατομμύρια δολάρια. Η Compass και η Falcon, δύο εταιρείες παραγωγής περιορισμένων δυνατοτήτων και πολύ μικρών σινέ προσδοκιών, σε διανομή από την Aquarius(με εύρος αιθουσών κάτι περισσότερο από 2.500 σε όλη την Αμερική), κατορθώνουν σε 6 μόλις μέρες και στρέφουν πάνω τους τα βλέμματα των μεγάλων στούντιο, που δεν ξέρουν τι τους χτύπησε. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, είναι ένας John Carpenter στην σκηνοθεσία(έχει κάνει και την μουσική επιμέλεια), κι εκείνα τα χρόνια το όνομα του άρχιζε να προκαλεί αίσθηση. Στο καστ η κόρη του Tony Curtis και της Janet Leigh, η Jamie Lee και ο πάντα αξιόπιστος κακιασμένος επί σκηνής, Βρετανός Donald Pleasence(με την εξαιρετική θεατρική παιδεία).

Ο βασικός άξονας πάνω στον οποίο στηρίχτηκε η σειρά αυτή ταινιών, είναι το Χάλογουιν. Η γιορτή που στον υπόλοιπο κόσμο πλην της Αμερικής φέρνει κάπως προς καρναβάλι ξωτικών, φαντασμάτων, ζόμπι και λοιπών τεράτων. Πρόκειται για την παραμονή της Ημέρας των Πάντων και λέγεται ότι προήλθε από παγανιστικές τελετές για πλούσια σοδειά των Ιρλανδών και των Σκωτσέζων, που ήρθε στις αποσκευές των μεταναστών τον 17ο αιώνα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Υπάρχει πλήθος θεωριών. Αυτή είναι η πιο διαδεδομένη. “Treat or cheat?” Κέρασμα ή φόβος;  Ο καθένας διαλέγει εκείνο που τον εκφράζει καλύτερα. Η φιγούρα του Μάικλ Μάγιερς γίνεται μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες παγκοσμίως, στους φίλους των ταινιών τρόμου, μαζί με αυτές του Τζέησον(«Παρασκευή και 13») και του Φρέντι Κρούγκερ(«Εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες»). Το franchise της ταινίας αριθμεί ούτε λίγο ούτε πολύ 13 παρακαλώ ταινίες. Παραθέτω πιο κάτω τους τίτλους:

Halloween(1978), του John Carpenter

Halloween II(1981), του Rick Rosenthal

Halloween III: Season of the Witch(1982), του Tommy Lee Wallace

Halloween 4: The Return of Michael Myers(1988), του Dwight H. Little

Halloween 5: The Revenge of Michael Myers(1989), του Dominique Othenin-Girard

Halloween: The Curse of Michael Myers(1995), του Joe Chappelle

Halloween H20: 20 Years Later(1998), του Steve Miner

Halloween: Resurrection(2002), του Rick Rosenthal

Halloween(2007), του Rob Zombie

Halloween II(2009)

Halloween(2018), του David Gordon Green

Halloween Kills(2021), του Scott Teems

Halloween Ends(2022)

Σε μια φανταστική πόλη του Ιλινόις, στις 31 Οκτωβρίου του 1963, ένας εξάχρονος μαχαιρώνει την αδελφή του και κλείνεται σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. 15 χρόνια μετά, προπαραμονή του Χάλογουιν του 1978, αποδρά και αναζητά εκδίκηση, σκορπίζοντας τον τρόμο στους κατοίκους τους Χάντονφιλντ…

Ο James Dean και η Lil Bastard, η Porsche του 550 Spyder.

Ρίο Μπράβο»

«Ρίο Μπράβο»(“Rio Bravo” – 1959)

Από τις κορυφαίες γουέστερν δημιουργίες ενός σπουδαίου κινηματογραφιστή. Εκπροσωπεί την αντίληψη της δεκαετίας του ’50, πιο κοντά στην παραδοσιακή μορφή του είδους και αποτέλεσε μια άκρως επιδραστική ταινία για τους συνεχιστές των δεκαετιών που ακολούθησαν. Χωρίς κανένα πολύπλοκο, ή ιδιαίτερο σεναριακό βάθος, φέρνει έντονα στο pulp ύφος των εκδόσεων του ’40 και του ’50. Αμεσότητα, αυθορμητισμός, απλότητα, αυτοσχεδιασμός, στοιχεία που το σινεμά τα έχει χάσει προ πολλού και που εδώ είναι έντονα και απαραίτητα, από ότι εκ των υστέρων αποδεικνύεται(κατόπιν προβολής).

Όπως πλήθος άλλων γουέστερν ταινιών της εποχής έτσι και το «Ρίο

Μπράβο», βασίστηκε σε μια νουβέλα, από τις πολλές που δημοσιεύονταν στα Αμερικάνικα pulp περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής και συγκεκριμένα στην ομώνυμη του B.H. McCampbell. Προσαρμόστηκε σεναριακά από τους Jules Furthman και Leigh Brackett. Εξαιρετικό το soundtrack του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη Dimitri Tiomkin. Περιέχει μεταξύ άλλων τα:

«Rio Bravo» – Dean Martin

«Deguello» – Nelson Riddle

«My Riffle, My Pony And Me» – Ricky Nelson & Dean Martin

«Cindy» – Ricky Nelson

«Restless Kid» – Ricky Nelson

Πολύ καλό και το καστ, με John Wayne, Dean Martin, Ricky Nelson, Angie Dickinson, Walter Brennan, Ward Bond και John Russell στους βασικούς ρόλους.

Ο σερίφης μιας μικρής πόλης του Ουέστ προσπαθεί να κρατήσει στη φυλακή ένα μέλος μιας επικίνδυνης συμμορίας ως την ημέρα της δίκης του, κάτι που θα αποδειχτεί ιδιαίτερα δύσκολο. Για βοηθούς του έχει έναν ανάπηρο, έναν μέθυσο και έναν νεαρό πιστολά, που μαζί τους θα επιχειρήσει να ανακόψει τις συνεχείς απόπειρες της συμμορίας για να ελευθερώσουν τον κρατούμενο.

Το ροκ του Καραγκιόζη

Άντε να μαζευόμαστε πάλι σιγά – σιγά, μετά το πέρας της καλοκαιρινής ραστώνης.

Μπάμπης Παπαδόπουλος, στην πιο ροκ εκτέλεση του Καραγκιόζη που έχετε ακούσει, από την καλύτερη ταινία της προπέρσινης χρονιάς. «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του Οικονομίδη. Να το δείτε. Καρακαλτίλα του σκοτωμού, έχει ήδη γράψει ιστορία το φιλμ.

Η τέχνη της κινηματογραφικής αφίσας: Rodolfo Gaspari

Behind the scenes: Casablanca(1942)

«Μια νύχτα οργίων»(“La notte brava” – 1959)

του Γιώργου Κοσκινά

Χαρακτηριστική ταινία, του Ιταλικού νεορεαλισμού της δεκαετίας του ’50, από δύο σπουδαίους δημιουργούς, που άλλαξαν πολλά στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν ως τότε όλοι το σινεμά. Η Γαλλική νουβέλ βάγκ από τη μια και το κίνημα του Ιταλικού νεορεαλισμού από την άλλη, διαμόρφωσαν κατά πολύ την μεταγενέστερη αντίληψη. Πιερ Πάολο Παζιλίνι και Μάουρο Μπολονίνι, σε μια θαυμάσια συνεργασία. Σενάριο και  σκηνοθεσία αντίστοιχα, σε μια καυστική και πικρόχολη, όπως και περιεκτική, ερμηνεία του μεταπολεμικού κοινωνικού πλαισίου, μέσα από τα μάτια μιας παρέας νεαρών, που σε μια βραδιά θα βιώσουν το μέλλον, θα ζήσουν το παρόν και θα ονειρευτούν το παρελθόν.  

Ο κινηματογραφικός λόγος περνάει από πολλές ψυχικές διακυμάνσεις, όπως και οι ζωές των τριών νέων, αλλά και όσων συναντούν στο διάβα τους, την ατελείωτη εκείνη νύχτα. Γίνεται πότε άμεσος, πότε ποιητικός, παντρεύοντας την αναγκαία αποδοχή, την προκαθορισμένη πορεία, την ηττοπάθεια και τον καθωσπρεπισμό, με τα όνειρα και την εφηβική τρέλα, που δε γνωρίζει δισταγμούς και όρια και που δε φοβάται κανένα τέλος, κοιτάζοντας τον κόσμο από την αφετηρία. Κι εκεί είναι που μηδενίζει εμπόδια και φραγμούς, φοβέρες και αφορισμούς. Ορθώνει το ανάστημα σε κάθε απόπειρα επιβολής, αλλά χάνει το νόημα στην ταχύτητα και την εμπειρία. Η τελευταία, θα βρεθεί πολλές φορές μπροστά σε κάθε πράξη, αλλά κανείς δε θα της δώσει το βάρος που χρειάζεται, προκειμένου από την συνάντηση αυτή να βγει κερδισμένος. Όχι τόσο για κείνη τη στιγμή, αλλά για την συνέχεια. Πολύτιμα μηνύματα, χωρίς αποδέκτες. Ένα παιχνίδι που χάνεται στις λεπτομέρειες και την παραβατικότητα. Βίαιες στιγμές σε έναν αναίτιο πόλεμο εναντίον όλων, χωρίς σκοπό ουσιαστικά, παρά μόνο για τον εντυπωσιασμό.

Ο Παζολίνι τολμά κι εδώ μια τομή στην Ιταλική κοινωνία, με κοφτερούς διαλόγους, στην διάλεκτο της πραγματικής ζωής, έτσι όπως κυλά στους βρώμικους δρόμους και τα μισογκρεμισμένα κτίρια. Μια ματιά πίσω από την λάμψη της βιτρίνας της «αιώνιας πόλης», στα σοκάκια και τις γειτονιές των σύγχρονων πληβείων, στον καθημερινό αγώνα του μόχθου, με τον θάνατο να φαντάζει η απόλυτη ζυγαριά ψυχών. Αυτή που εξισώνει το βάρος, ασχέτως οικονομικής κατάστασης. Οι χαρακτήρες που δημιουργεί ο μεγάλος Ιταλός κινηματογραφιστής, επιχειρούν να ενώσουν διάσπαρτα κομμάτια ενοχών και ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Ανθρώπων που κινήθηκαν στους ίδιους δρόμους με την παρέα των νέων, ξάπλωσαν με το χαμόγελο της σιγουριάς και ξύπνησαν με τα πόδια δεμένα στις σιδερένιες μπάλες των συμβιβασμών. Θα βάλει στο διάβα τους μια διαδρομή που θυμίζει μυθικούς άθλους, σε άλλο χρονικό πλαίσιο, με διαφορετικούς κινδύνους, ορατούς και μη. Μέσα από κάθε τους βήμα, ξεφυτρώνει και μια αναμέτρηση με τον φόβο, των δικών τους και των άλλων. Τα λόγια τους, είναι καμωμένα από λάσπη και πέτρα, αληθινά, σκληρά, περιπαικτικά, με θυμό αλλά και συμφιλίωση, μ’ ότι τους στοίχειωσε και τους αποδοκίμασε.

Η ταινία ανήκει στην πρώτη περίοδο της καριέρας του Μπολονίνι και είναι η πρώτη του χωρίς καθαρά κωμικό χαρακτήρα. Μέχρι τότε, είχε δώσει μόνον τον εύθυμο ρυθμό της οπτικής του και, μια μικρή, πρώτη γεύση των δυνατοτήτων του, με το “Gli inammorati” του ‘56(Antonella Lualdi, Franco Interlenghi, Nino Manfredi), αρκετή για να το πάει μέχρι το διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Καννών. Με το “The big night”, ή, “Bad girls don’t cry”, όπως προβλήθηκε το “La note brava” στις αγγλόφωνες χώρες, η δουλειά που πέρασε τον Ατλαντικό. Εντός συνόρων είχε κάποιες περιπέτειες με την σεμνοτυφία και τον πουριτανισμό της εποχής, αλλά την γλύτωσε με ένα «ακατάλληλο κάτω των 16». Μικρό το κακό. Το μεγάλο αυτό κεφάλαιο του Ιταλικού σινεμά, τον Pier Paolo Pasolini, βοήθησε στην συγγραφή του σεναρίου ο Γάλλος Jacques-Laurent Bost, διάσημος δημοσιογράφος και στενός φίλος των Jean-Paul Sartre και Simone de Beauvoir. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας, αποτυπώνεται μοναδικά στα πλάνα του Mauro Bolognini.

Ένας κι ένας στο καστ. Jean-Claude Brialy, Franco Interlenghi, Tomas Milian(μετέπειτα σκληρός των σπαγγέτι γουέστερν), Rosanna Schiaffino, Elsa Martinelli, Antonella Lualdi, Mylène Demongeot, Anna Maria Ferrero, Laurent Terzieff(με την ίσως καλύτερη ερμηνεία όλων). Πανέμορφες οι κυρίες, ξεχωρίζω την Lualdi και την Schiaffino, λόγω υποκριτικής απόδοσης, κι όχι για αυτό που νομίζετε. Μπορώ να σας εξηγήσω. Ο ένας είναι τμήμα του άλλου και όλοι μαζί του σεναρίου. Καταπληκτική ομοιογένεια, από μια ομάδα νέων ηθοποιών, ταλαντούχων, που λειτουργούν με αξιοθαύμαστο επαγγελματισμό και μεταξύ τους χημεία. Κι αυτό βέβαια είναι και έργο των Pasolini – Bolognini. Πολύτιμες οι εμπειρίες που άντλησαν όλοι για την συνέχεια της καριέρας τους. Η φωτογραφία του Armando Nannuzzi άλλοτε θυμίζει μετά-αποκαλυπτικά τοπία, κι άλλοτε χάνεται στον λυρισμό. Φοβερές οι μουσικές του Piero Piccioni!

ΥΠΟΘΕΣΗ

15 σχεδόν χρόνια μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τα συντρίμμια εξακολουθούν να αποτελούν μια καθημερινότητα για πολλούς. Δεν είναι μόνο τα κτίρια και οι δρόμοι, αλλά και οι ψυχές αυτών που βυθίζονται στην ανυπαρξία, στο τέλμα μιας ζωής λειψής από όνειρα και ελπίδες, παραδομένες σε μια δίνη εγκατάλειψης. Ανάμεσα τους οι νέοι, εκείνοι που παίρνουν τη σκυτάλη στη διαδοχή για το μερίδιο ευθύνης ενός καλύτερου αύριο, που όμως κι αυτό γεμίζει από τις στάχτες του χτες. Οι κοινωνικές αποστάσεις, η παραβατικότητα, ο ενθουσιασμός και η επιπολαιότητα, σε μια βραδιά που θα φέρει τόσο κοντά όσο και μακριά, την ανάγκη όλων να πιστέψουν στο χαμόγελο και την ευτυχία. Ότι τους χωρίζει θα γίνει γέφυρα και κάθε φορά που την πλησιάζουν εκείνη θα ξεμακραίνει. Μια παρέα – χιλιάδες ζωές, ένα βράδυ – χιλιάδες αλήθειες…

«Τα παιδιά της αγάπης»(“Psych – Out” – 1968)

του Γιώργου Κοσκινά

Κινούμενο πάνω στις ράγες του ανέφικτου αλλά διαποτισμένου από ελευθερία “Easy rider”, το “Psych – Out” αποτελεί μια καθαρά ψυχεδελική απόπειρα ερμηνείας του, όπως και μέρους της κουλτούρας των «παιδιών των λουλουδιών». Μέσα στην δίνη του flower power, η ταινία καταγράφει με την δύναμη ενός ντοκιμαντέρ, τις πολύχρωμες εκρήξεις ναρκωτικών ουσιών στο μυαλό όσων πειραματίστηκαν με αυτές, σε ένα δρόμο χωρίς τέλος. Στέκεται στις αντίστοιχες ροκ παρενέργειες, την εναντίωση στο κατεστημένο και τον κόσμο των «ξενέρωτων», κι όλο αυτό το γαϊτανάκι της εσωτερικής αναζήτησης νέων πηγών ελευθερίας. Είναι ουτοπικό, είναι πολύ μα πολύ μακρινό πια, κι όμως, εξακολουθεί να μεταφέρει το όραμα μιας από τις τελευταίες γενιές που αμφισβήτησαν σύστημα και δεδομένα και κατάφεραν να ζήσουν την επανάσταση τους. Κι αυτό δεν ξέρω αν για όλες τις υπόλοιπες ακούγεται ακριβώς αισιόδοξο, όμως μεταφέρει μια αλήθεια. Όπως και το “Psych – Out”, που σε ορισμένα σημεία είναι συγκλονιστική.

Ασχέτως βαθμολογιών και κριτικής ματιάς με την οπτική του σήμερα, στα μέτρα του κόσμου γύρω μας και πάντα σε σύγκριση με αυτόν, η ταινία του Richard Rush έχει μια αδιαπέραστη αυθεντικότητα, συμπαγή και τόσο ειλικρινή, που σε κάνει να αναρωτιέσαι που σταματάει ο μύθος και που ξεκινά η πραγματικότητα. Γιατί τα όρια σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δυσδιάκριτα, ομιχλώδη και γεμάτα πολύχρωμες οπτασίες, σαν εκείνες που κύκλωναν τα καθημερινά «ταξίδια» των νέων, στο επίκεντρο του «καλοκαιριού της αγάπης», την πρωτεύουσα του κινήματος των χίπις, το Σαν Φρανσίσκο. Καθώς περνά το βανάκι των πρωταγωνιστών από το Haight – Asbury, την απόλυτη, χίπικη γειτονιά και αναγκαία παρουσία για κάθε «παιδί των λουλουδιών», είναι σαν να ανοίγει μια από κείνες τις χρονορουφήχτρες και να σε τραβάει στο 1968. Μαγικό, κι αυτό και πολλά από τα πλάνα του φιλμ, που σε καμία περίπτωση δεν είναι υπερβολικά, ή ακραία. Όσο κι αν ξενίζουν, αποτέλεσαν μια καθημερινότητα για εκείνα τα χρόνια. Συνέβαιναν σε ανύποπτο χρόνο και περνούσαν απαρατήρητα, σε ένα déjà vu της γενιάς των μπίτνικ, αλλά με acid έμφαση.

Μαζί με τα “Hells angels on wheels”(1967), “The trip”(1967), “Easy rider”(1969), “Rebel rousers”(1970), το “Psych – Out” ήταν η συνεισφορά του Jack Nicholson στην χίπικη φιλμογραφία. 5 από τα πιο πιστά σε εκείνο το κλίμα φιλμ που γυρίστηκαν ποτέ. Αν πρέπει να το τοποθετήσω σε μια αξιολόγηση, νομίζω πως αυτό εδώ είναι το πιο γρέντζο, το λιγότερο τραβηγμένο και αυτό που επιχειρεί συγχρόνως μια πιο εσωτερική ματιά, σε σχέση με τα άλλα. Δεν έχει την αίσθηση ελευθερίας και ανοιχτού πνεύματος, που συγκρούεται με τον κυνισμό της εποχής του, όπως το “Easy rider”, ή την βίαιη αντανάκλαση των άλλων τριών, όμως η δική του αλήθεια είναι ακόμη πιο στυγνή, αλύπητη και αδυσώπητη μερικές φορές. Είναι ο τρόπος που αγγίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, καθώς τις βάζει στην ατέρμονη ζυγαριά του χρόνου, αφήνοντας να φθαρούν τόσο, ώστε να χωρέσουν στο ζύγι. Μια τρελή ισορροπία, ανυπότακτη και αναίτια, ένας διαρκής αφορισμός και μια αυτοαναίρεση.

Ο Nicholson δεν είναι μόνος εδώ. Έχει μαζί του άξιους συνταξιδιώτες στα acid trip. Όλη η παλιοπαρέα εκτός των Dennis Hoper και Peter Fonda, δηλώνει παρόν. Dean Stockwell, Bruce Dern(λείπει ο Μάρτης από την σαρακοστή;), Adam Roark. Μαζί τους ο γλύπτης, σχεδιαστής ρούχων και ηθοποιός, Max Julien και η Suzan Strasberg, σε μια εξαιρετική εμφάνιση. Για τους υπόλοιπους, λίγο ως πολύ γνωρίζει κανείς τι να περιμένει και είναι στα γνωστά τους στάνταρ όλοι. Για την Strasberg ομολογώ ότι είναι μια μικρή έκπληξη. Η ειρωνεία αναμεμειγμένη με την απόρριψη και την καταδίκη του κατεστημένου, εκπροσωπείται με πολλές ατάκες στο φιλμ. Κάποια στιγμή ο Stockwell ρωτάει τον Nicholson: «Τι χρώμα επανάσταση θα αγοράσεις;»…   

Στο φιλμ κυριαρχεί η αξεπέραστη γοητεία του ήχου εκείνης της γενιάς, με χαρακτηριστικές μπάντες, που άφησαν εποχή. Καθώς περνούν μπροστά από τα μάτια του θεατή οι εικόνες με χρώμα και νοσταλγία, η υπόκρουση δίνει ακόμη μεγαλύτερη δύναμη στο νου και μηδενίζει τον χρόνο. Strawberry Alarm Clock(με μια πολύ σπάνια τους εμφάνιση), The Seeds, Storybook. Σπουδαίο soundtrack. Τα πλάνα της συναυλίας είναι πράγματι από το “Avalon Ballroom” όπως ήταν το πλήρες όνομα του, μια μυθική, μουσική σκηνή του Φρίσκο(τα άλλα δύο ήταν το “Winterland” και “Filmore”, αμφότερα ιδιοκτησίας του Billy Graham). Εκπληκτική η σκηνή της αναβίωσης του παρελθόντος της κωφής, μέσα στο παραλήρημα της. Το ίδιο κι εκείνη του φινάλε. Διεύθυνση φωτογραφίας από τον László Kovács(πως τον έπεισαν να συμμετάσχει στην ταινία, δεν θα καταλάβω ποτέ…), παραγωγή American International Pictures.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Ψάχνοντας ένα καταφύγιο από το μίσος των παιδικών χρόνων και τον αδελφό της, τον «Αναζητητή», εξέχων μέλος της κοινότητας των χίπις του Σαν Φρανσίσκο, η κωφή Τζένι θα φτάσει στην πόλη γεμάτη άγνοια, για τον νέο κόσμο που έχει ξεπροβάλει μέσα από το κουκούλι του παλιού. Θα γνωρίσει έννοιες και ανάγκες, στου καθενός τα πλαίσια βαλμένες, θα μάθει να πιστεύει στον εαυτό της και να στηρίζει τις επιλογές της, θα ζήσει στο κόκκινο κάθε λεπτό της ύπαρξης της. Ένα συναισθηματικό καλειδοσκόπιο, με ναρκωτικά, ψυχεδέλεια, άγνοια κινδύνου και λεπτές ισορροπίες, θα καθρεφτίζουν μέσα από την πολύχρωμη επανάσταση των «παιδιών της αγάπης». Και κάπου εκεί, θα βρει κι εκείνη την δική της…

«Επικίνδυνη λατρεία»(“Toys in the attic” – 1963)

Μια από τις όχι ιδιαίτερα προβεβλημένες δουλειές, ενώ σημαντικού Αμερικανού σκηνοθέτη. Πρώιμος George Roy Hill στην δεύτερη του ταινία μεγάλου μήκους, όπου μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το βιβλίο της Lillian Hellman του 1960, με την βοήθεια του σεναριογράφου James Poe, ειδικού σε αυτού του είδους τις προσαρμογές . Ο Poe εκτός του “Around the world in 80 days” με το οποίο κέρδισε το Όσκαρ το ’56, έκανε καταπληκτικές δουλειές και στα “Cat on a hot tin roof”(1958), “Summer and smoke”(1961), “Lilies of the field”(1963), “The Bedford incident”(1965), “They shoot horses don’t they?”(1969). Και φυσικά, οι διάλογοι του στο “Toys in the attic”, όπως και οι περιγραφές, είναι πολύ πιστές στο ύφος του βιβλίου.

Κάθε άλλο παρά εύκολη, ήταν η μεταφορά αυτή στον κινηματογράφο, μιας καθαρά θεατρικής αφήγησης, με έντονες, συναισθηματικές αντιπαραθέσεις, πολύ εσωτερική ένταση, αλλοιώσεις και μεταπτώσεις στην ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών και την συντήρηση ενός γενικότερου κλίματος πόλωσης, με τις ενοχές να επιδίδονται σε έναν αόρατο χορό. Οι δραματικές επιπτώσεις μιας αρρωστημένης ψυχικά αγάπης και της αναγκαιότητας για συναισθηματική έκφραση μέσα από αυτήν, για μιας μορφής εξάρτηση, που ενδεχομένως προσφέρει και το κίνητρο της ίδιας της ύπαρξης, είναι φανερές στις ζωές όλων. Όχι μόνο επηρεάζονται από την αφημένη στον κόσμο του προσωπικού της παραμυθιού, ημιπαράφρονα μικρή αδελφή, αλλά και θυσιάζουν τις ελπίδες τους για την επιστροφή στις χαμογελαστές μέρες. Είναι μια διαδρομή τύψεων, απωθημένων, μοναξιάς και κοινωνικής αποστροφής, στην γυάλινη, παγωμένη επιφάνεια της κλεψύδρας, εκείνης που ρουφά κάθε λεπτό παραδοχής. Και η συγνώμη, μοιάζει να’ χει χάσει το δρόμο…

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα οπτική του μικρόκοσμου μιας οικογένειας μικροαστών, κάπου ξεχασμένων μέσα στη βουή της μεγάλης πόλης και στους ρυθμούς λήθης που την διέπουν σαν άγραφοι κανόνες. Εκεί, μέσα σε μια κιτρινισμένη απ’ το ψέμα σελίδα της Νέας Ορλεάνης των αρχών του ’60, βρίσκεται και το όνομα των Μπερνιέ. Οι δύο γεροντοκόρες και ο μεγάλος τους αδελφός, που μονίμως επιστρέφει με το κεφάλι σκυφτό από τα αποτυχημένα του, μεγαλόπνοα σχέδια πλουτισμού. Εκείνες αναλαμβάνουν τον ρόλο της ηθικής αναστήλωσης του. Θα τον κανακέψουν και θα του εμφυσήσουν θέληση για το επόμενο εγχείρημα, αλλά που πάνω από όλα θα διατηρήσουν την ψευδαίσθηση του ονείρου, κρατώντας τον ουσιαστικά αιχμάλωτο, ανήμπορο να ορθώσει το ανάστημα του στις κακουχίες. Μοιραία, δε θα πάρει ποτέ τη ζωή στα χέρια του, ζώντας μέσα από τα μάτια της εξάρτησης αυτής. Απλά, θα εκπληρώνει μικρές αυταπάτες στις ευεργέτιδες του. Ένα δράμα καμωμένο από πόνο και ψέμα, ή μάλλον, από άρνηση αποδοχής της αλήθειας.

Η Lillian Hellman, άφησε το συγγραφικό αποτύπωμα της στο λογοτεχνικό τοπίο 4 δεκαετιών στην Αμερική. Η έντονη αμφισβήτηση στο πολιτικό κατεστημένο, η πίστη στην αναγκαιότητα εξεύρεσης νέων δρόμων πολιτικής έκφρασης, πιο άμεσης και κοντά στον πολίτη και ο ακτιβισμός, την πρόσθεσαν στην περίφημη λίστα του γερουσιαστή McCarthy, με τους «επικίνδυνους» για άσκηση αρνητικής επιρροής καλλιτέχνες, ασπαζόμενοι κομμουνιστικά φρονήματα. Το ταλέντο της Hellman και η αλήθεια της πένας της, κατάφεραν να την κρατήσουν «ζωντανή» καλλιτεχνικά.

Πρόλαβε να δει 7 έργα της να μεταφέρονται στην μεγάλη οθόνη. «The Children’s Hour»(1934), «The Little Foxes»(1939), «Watch on the Rhine»(1941), «Another Part of the Forest»(1946), «The Autumn Garden»(1951), «The Lark»(1955) και φυσικά, «Toys in the Attic»(1960), η προτελευταία της δουλειά. Η ενασχόληση της με την έβδομη τέχνη δεν σταμάτησε εκεί. Έγραψε τα σενάρια των «The Dark Angel»(1935), «These Three»(1936), «Dead End»(1937), «The North Star»(1943), «The Searching Wind»(1946) και του «The Chase»(1966), βασισμένου σε μια νουβέλα του Horton Foote. Έντονη και επιτυχημένη και η παρουσία της στο θεατρικό σανίδι. Τα περισσότερα θεατρικά της ανέβηκαν στο Broadway.

Στο “Toys in the attic” δεσπόζει ερμηνευτικά η μορφή της Geraldine Page. Η Αμερικανίδα ηθοποιός είναι συγκλονιστική. Πλήρης απορρόφηση, του οριακά διαταραγμένου ψυχικά χαρακτήρα της μικρής αδελφής Μπερνιέ, απόλυτη ταύτιση με τον ρόλο, φοβερή δουλειά στην Νότια προφορά. Οι κινήσεις της, οι εκφράσεις του προσώπου ακόμη και τις στιγμές που απλά παρακολουθεί, μαρτυρούν στοιχεία σπουδαίου υποκριτικού ταλέντου. Εξαιρετική και με αξιοθαύμαστη αυτοκυριαρχία, η μεγάλη αδελφή του δράματος, η Wendy Hiller. Αρκετά καλή η πιτσιρίκα τότε Yvette Mimieux, σε μια περίοδο προ τηλεοπτικής ενασχόλησης. Σταθερά αξιόπιστη η έμπειρη η Gene Tierney(από τα πιο όμορφα μάτια του Αμερικάνικου σινεμά). Καλός σε έναν απαιτητικό ρόλο, ο Dean Martin.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Ο Τζούλιαν Μπερνιέ επιστρέφει στην Νέα Ορλεάνη, αυτή τη φορά για να εκδικηθεί τις αποτυχίες του και να πάρει την ρεβάνς από τη ζωή. Με την βοήθεια της πρώην ερωμένης του, καταστρώνει ένα σχέδιο για άντληση ενός σημαντικού ποσού από τον σύζυγο της. Ο εκβιασμός πραγματοποιείται και ο γελαστός καταφερτζής χτυπάει την πόρτα του πατρικού του, έχοντας στο πλάι την νεαρή, ανασφαλή σύζυγο, με ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης και τον αέρα της οικονομικής, επίπλαστης άνεσης. Οι γεροντοκόρες αδελφές του θα ζήσουν με διαφορετικό τρόπο η καθεμία την ψευδαίσθηση αυτή. Η μεγάλη με επιφύλαξη και αληθινή στοργή για κείνον και η μικρότερη, με τα μάτια γεμάτα από τη λάμψη της ζήλιας…

«Όταν ο πόθος προστάζει»(“Too late blues” – 1961)

Κάθε ταινία του Κασσαβέτη είναι και μια βουτιά στην άβυσσο των ανθρώπινων συναισθημάτων και των κοινωνικών ανισοτήτων. Ούτε κι αυτή εδώ ξεμακραίνει από τα ζητούμενα του σπουδαίου σκηνοθέτη και ηθοποιού. Μια αντισυμβατική φιγούρα που κατάφερε το αδύνατο: να γίνει αποδεκτό το έργο του στην βιομηχανία του θεάματος, σε μια εποχή που το ζητούμενο δεν ήταν ούτε οι ταινίες του, ούτε κι εκείνα που μέσα από τα πλάνα τους έθιγε. Ήταν όμως πολύ μεγάλη προσωπικότητα και με μια απίστευτη θέληση να αφαιρέσει το περιτύλιγμα από ανθρώπους και καταστάσεις, αφήνοντας έτσι την ίδια την ψυχή να μιλήσει. Και μίλησε μέσα από τις ταινίες τους, τις μοναδικές αυτές δημιουργίες. Όπως αυτή εδώ, ένα σκονισμένο διαμάντι, ακατέργαστο, από το 1961. Μια ταινία που βρέθηκε στο ενδιάμεσο από δύο ακόμη υπέροχες δουλειές του. Τα “Shadows”(1959) και “A child is waiting”(1963).

Το “Too late blues” είναι σαν ένα νόμισμα που κύλησε στο βρώμικο πλακόστρωτο της αδιάφορης μεγαλούπολης και στάθηκε ισορροπώντας μεταξύ της δραματικής του πλευράς και εκείνης των ονείρων, που με κάποιο τρόπο ορισμένοι καταφέρνουμε να συντηρούμε ακόμη και με τα πρώτα φώτα της μέρας. Ιδεολογία, πραγματικότητα, όνειρα, συμβιβασμοί, μια φευγαλέα ματιά στο ανικανοποίητο, το πλάσμα εκείνο που κρυφοκοιτάζει τα βήματα μας στην γκρίζα καθημερινότητα και τα κρίνει χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Και μαζί κρίνει κι εμάς. Τις σκέψεις που έμειναν στο σκοτάδι του νου και αγκάλιασαν τη δειλία και τις λέξεις, που γαργάλησαν τον ουρανίσκο αλλά βγήκαν σε λάθος στιγμή, στον λάθος άνθρωπο. Και μετά είναι οι τύψεις, οι ανελέητες Ερινύες της μυθολογίας, που παίρνουν σάρκα και οστά, για να βυθίσουν τις νύχτες και τις μέρες σε ένα διαρκή, ζωντανό εφιάλτη, που ζει μέσα από την ανάγκη για συγνώμη, περιμένοντας την ύστατη ευκαιρία για εξιλέωση.

Η ματιά του Κασσαβέτη εδώ είναι κοφτερή, δε χαρίζεται. Δεν υπάρχουν ελαφρυντικά, το χάπι δεν χρυσώνει για κανέναν. Οι δαίμονες όλων χορεύουν μπροστά απ’ τα μάτια τους, παραδομένοι σε ένα ρυθμό Διονυσιακό. Ένας – ένας όσοι ζαλίζονται πέφτουν κάτω. Στο τέλος, θα μείνουν οι δυνατοί και οι ειλικρινείς. Εκείνοι που παραδέχτηκαν το σφάλμα τους και στάθηκαν απέναντι του, το αντίκρισαν κατάματα και δεν λογάριασαν τις επιπτώσεις. Αυτοί που νίκησαν τους φόβους τους και τους φόβους των άλλων. Μέσα από μια ανάλαφρη αίσθηση νιότης, μελωδίας, ρομαντισμού και αναμελιάς, ο σκηνοθέτης βάζει τον θεατή στην ψευδαίσθηση, την επίπλαστη ευδαιμονία των στιγμών, για να έρθει ο καταιγιστικός ρυθμός, της κολασμένης διαδρομής των πρωταγωνιστών μέχρι την λύτρωση. Χωρίς να εστιάζει στην καλλιτεχνικότητα των πλάνων, με μια μάλλον αποστασιοποιημένη διάθεση, επιλέγει να δώσει έμφαση στις έννοιες και τον συσχετισμό τους με τα ανθρώπινα πάθη, αφήνοντας το κάθε ένα να πάρει τον χρόνο που του δίνει ο ξενιστής του.

Υπέροχες οι ερμηνείες όλων. Ο Darin, ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης, με μεγάλες επιτυχίες στην πορεία του(και φήμη/δημοφιλία ίση με του Sinatra), αν και δεν είχε τα εχέγγυα για μια αντίστοιχη καριέρα στο σινεμά, εδώ μοιάζει να έχει μαγευτεί από την αύρα του φιλμ και το μήνυμα του, βγάζοντας υποκριτικά στοιχεία. Η πανέμορφη Stella Stevens πάλι τσαλακώνεται απίστευτα. Αυτή εδώ είναι η κορυφαία της ερμηνεία και γεννά σαφώς ερωτηματικά, για το πώς με τέτοια εμφάνιση κατάφερε να χαθεί στην μετριότητα αστείων επιλογών, για να μην τις χαρακτηρίσω τραγικές. Έκανε 2-3 χαζοκωμωδίες, κι από το ’62 και μετά τα σενάρια που δεχόταν ήταν για τα θηρία. Ναυάγια όλα τους, όπως αυτό του Ποσειδώνα. Αναφέρομαι στην ταινία καταστροφής “The Poseidon’s adventure” του ’72. Είναι απορίας άξιο, πως χάθηκε κυριολεκτικά ένα τέτοιο ταλέντο. Πολύ καλός ο Everett Chambers στον ιδιαίτερα αντιπαθητικό ρόλο του εμπαθή ζηλιάρη, που καταστρέφει τις ζωές όλων για ένα καπρίτσιο. Ο γεννημένος στη Θεσσαλία Nick Dennis, είναι και εδώ παρόν, ενσαρκώνοντας τι άλλο; Έναν συμπατριώτη μας και του Κασσαβέτη και το κάνει πολύ πειστικά, όπως πάντα. Αξιόπιστος ρολίστας, όπως και ο Cilff Carnell, με τον καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του δράματος.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Μια παρέα φίλων μουσικών, ξοδεύει τα νιάτα της αναζητώντας το ιδανικό, εκείνο που θα εκφράσει την αποστροφή σε κάθε μορφή συμβιβασμού. Καθοδηγούμενοι από τον συνθέτη και ηγετική μορφή της μπάντας, παίζουν άνευ αμοιβής σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και στο πάρκο, για τα πουλιά και τα δέντρα, όπως λέει ειρωνικά ένας από αυτούς. Κάποια στιγμή θα βρεθεί στο δρόμο τους η όμορφη ξανθιά με την ανασφαλή φωνή και τις φοβίες και θα τους προσφέρει κίνητρα και επιλογές, που θα τα καταστραφούν μέσα σε μια δίνη ζήλιας, αφήνοντας πίσω τους μισές αποφάσεις και σκληρές αλήθειες…

«Η γκαγκστερίνα»(“Kitten with a whip” – 1964)

Ενδιαφέρουσα πτυχή του ταλέντου της γεννημένης στη Σουηδία Αμερικανίδας ηθοποιού, που επιχειρεί εδώ να συστηθεί σε ένα διαφορετικό κοινό, από εκείνο που αρέσκονταν στις κωμωδίες και τα μιούζικαλ, με τα οποία είχε καθιερωθεί. Έξυπνη η κίνηση και την δικαίωσε η επιλογή αυτού του είδους των σεναρίων. Γιατί εκτός του “Kitten with a whip” γύρισε κι άλλες ταινίες με δραματικά στοιχεία, όπως και αντίστοιχα δράσης.

Το φιλμ του Douglas Heyes ήρθε λίγους μήνες μετά την εμφάνιση της Margret στο περίφημο πια “Viva Las Vegas!”, μια από τις καλύτερες ταινίες του Elvis, στα γυρίσματα του οποίου γνωρίστηκαν και προέκυψε ειδύλλιο. Τόσο σε αυτό, όσο και στα πρώτα της φιλμ, τα “State fair”(1962) και “Bye Βye Βirdie”(1963), η Margret είχε εντυπωσιάσει με το μπρίο και την τσαχπινιά της(και τις σέξι εμφανίσεις της φυσικά), όπως και με το ταλέντο στο χορό και το τραγούδι. Το “Kitten with whip” προοριζόταν από τους ατζέντηδες της ως το εισιτήριο για τον «σοβαρό κινηματογράφο». Εν μέρει τα κατάφερε.

Ο Heyes άντλησε υλικό τροποποιώντας τη ομώνυμη νουβέλα του καταξιωμένου συγγραφικού δίδυμου Robert Allison Wade και H. Bill Miller, που συνήθιζαν να υπογράφουν τα αστυνομικά τους ως Wade Miller. Πολλά από τα βιβλία τους μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη με επιτυχία. Γνωστότερο όλων το “Badge of evil”, που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη αριστουργηματικά ο Orson Welles το ’58, ως “Touch of evil”. Για την διασκευή του σεναρίου στο “Kitten with a whip” ο Heyes συνεργάστηκε με τον σεναριογράφο Whit Masterson, ένα ακόμη ψευδώνυμο των δύο συγγραφέων.

Το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι η εφηβική παραβατικότητα και τα αδιέξοδα μιας ηλικίας που τα χρόνια εκείνα στην Αμερική(1964), πολλαπλασιάζονταν από την αδιάφορη στάση των γονιών, της κοινωνίας, αλλά και μιας πολιτείας τιμωρητικής, με νομοθεσία για αναμόρφωση και όχι για πρόληψη. Ένα πλαίσιο κοινό λίγος ως πολύ, για πολλές χώρες και που οδήγησε στο να χαθεί κυριολεκτικά μια γενιά(κι εδώ μπορούμε να προσθέσουμε στις παθογένειες του τρόπου ζωής και τις κοινωνικοπολιτικές, βίαιες αλλαγές που συντελέσθηκαν). Το θέμα θίγεται προσεκτικά, αλλά όχι αποστασιοποιημένα, κι αυτό συγκαταλέγεται στα υπέρ της ταινίας. Επίσης γοητευτικό είναι και το θεατρικό ύφος που διατηρεί, χωρίς να υπερβάλει ιδιαίτερα.

Την Margret πλαισιώνει ο εξαιρετικός John Forsythe. Αμφότεροι αφήνουν πολύ καλές εντυπώσεις. Η αλήθεια είναι ότι ξαφνιάζει η ξανθή καλλονή με τα ξεσπάσματα θυμού και οργής, αλλά και το παίξιμο της γενικότερα. Πολύ αυτοσυγκεντρωμένη στο ρόλο, αν και λιγάκι σφιγμένη. Ο Forsythe έχει τον αέρα της μεγάλης εμπειρίας. Πολύ καλοί οι Peter Brown(ο γυμνασμένος, βίαιος νεαρός της παρέας) και Richard Anderson(ο διαβασμένος, αλλά μάλλον σχιζοφρενής φίλος του. Πολύ ενδιαφέρον ρόλος). Βρήκα την μουσική του Joseph F. Biroc απλά ιδανική για να ντύσει ηχητικά ένα τέτοιο φιλμ, ειδικά στις στιγμές έντασης. Πολύ όμορφες πινελιές jazz.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Μια ανήλικη δραπέτης αναμορφωτηρίου βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι ενός υποψήφιου γερουσιαστή και αρχίζει να παίζει μαζί του ένα παιχνίδι θράσους και εκβιασμών. Ο ερχομός των υπολοίπων μελών της παρέας της θα πυροδοτήσει μια εκκριτική βραδιά, με ξεσπάσματα οργής, αποκαλύψεις, εφηβικές ανασφάλειες και κοινωνικά απωθημένα, το ανικανοποίητο μιας ηλικίας που στριμώχνει τα όνειρα της στα πλαίσια των μεγάλων, αλλά και μεγάλα κενά στις ψυχές όλων…

«Έλα να ζήσουμε μαζί»(Come live with me – 1941)

Θαυμάσια ρομαντική κωμωδία, με πολύ έξυπνες, εμβόλιμες αναφορές σε κοινωνικά φαινόμενα των ημερών της, κριτική και σάτιρα. Ο Clarence Brown κάνει την καλύτερη του, την πιο ευρηματική σκηνοθετική δουλειά, άρτια και εξαιρετική στην καθοδήγηση των ηθοποιών του. Ο James Stewart συναντιέται για δεύτερη φορά επί σκηνής την ίδια χρονιά με την Hedy Lamarr και, συνθέτουν ένα έξοχο δίδυμο. Καλοδουλεμένο χιούμορ, πιο σύνθετο, λεπτό, αλλά και πιο κοντά στο Ευρωπαϊκό σινεμά. Μπορεί οι καταστάσεις να θυμίζουν κάτι(ενδεχομένως από το σενάριο του Remember the night, με το δίδυμο Fred MacMurray – Barbara Stanwyck του Mitchell Leisen), που προβλήθηκε μόλις ένα χρόνο πριν, όμως η γοητεία του “Come live with me” είναι αναμφισβήτητη. Κι αυτό χάρη στους διαλόγους(με άμεση και έμμεση ερμηνεία), την υποκριτική ποιότητα των πρωταγωνιστών όπως και, την υποδειγματική σκηνοθεσία. Πολύ ξεχωριστή ταινία, πάνω από το συνηθισμένο επίπεδο αυτού του είδους, όπου συνήθως κυριαρχούν τα εύθυμα gang και οι απλοϊκές πολλές φορές παρεξηγήσεις. Μια από τις καλύτερες κωμωδίες του Τζίμι Στιούαρτ.

Η νουβέλα από την οποία προήλθε το φιλμ, ήταν μια δουλειά της Virginia Van Upp, συγγραφέως και σεναριογράφου, με πολύ έντονη και επιτυχημένη παρουσία στο Χόλλυγουντ. Από τις πλέον αξιοσημείωτες της δουλειές(όλες τους μεταφέρθηκαν στην μεγάλη οθόνη), είναι τα Cover Girl, The Lady from Shanghai, The Guilt of Janet Ames, Affair in Trinidad, Gilda(μακράν η μεγαλύτερη της επιτυχία), και, The Guilt of Janet Ames. Έγραψε και το υπέροχο “The trial”, μια συμβολική, σύγχρονη μεταφοράς της δίκης του Ιησού, το οποίο προθυμοποιήθηκε να σκηνοθετήσει ο μεγάλος Frank Capra(και να κάνει την παραγωγή), όμως τα στούντιο της Paramount την απέρριψαν τελικά, υπό τον φόβο μιας αρνητικής αντίδρασης εκ μέρους του κοινού και των κριτικών. Η Van Upp ήταν μια από τις τρείς μόλις γυναίκες παραγωγούς στο Χόλλυγουντ, την περίοδο 1930 – 1945. Οι άλλες δύο, ήταν οι Joan Harrison, που συνεργάστηκε επί μακρόν με τον Alfred Hitchcock και, η Harriet Parsons. Πολύ καλή δουλειά στην κινηματογραφική προσαρμογή από τον έμπειρο Patterson McNutt. Επίσης όμορφη και ατμοσφαιρική είναι η μουσική του Herbert Stothart. Στο soundtrack της ταινίας συμπεριλαμβάνεται και το ποίημα «Come Live with Me»(από όπου εμπνεύστηκε ο τίτλος της νουβέλας), του σπουδαίου δραματουργού και ποιητή Christopher Marlowe, σε μελοποίηση από τον John Liptrot Hatton. Τμήμα του ποιήματος απαγγέλει ο Στιούαρτ σε χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας. Αυτό όμως που αποτελεί το μεγαλύτερο κίνητρο για τους συλλέκτες κινηματογραφικής μουσικής, είναι η πρώτη ηχογράφηση του περίφημου «Oh Johnny, Oh Johnny Oh!», μιας τεράστιας επιτυχίας των The Andrews Sisters(στίχοι – μουσική: A. Olman, Ed Rose). Ένα από τα κορυφαία γυναικεία συγκροτήματα φωνητικών της δεκαετίας του ’40, που ερμήνευσε μοναδικά τραγούδια όπως τα «Don’t Sit Under the Apple Tree» , «Straighten Up and Fly Right» , «Tico Tico» , «Rum and Coca Cola» και, «The Three Caballeros»(μαζί με τον Bing Crosby ). Η ταινία προβλήθηκε στην χώρα μας με τον τίτλο «Έλα να ζήσουμε μαζί».

https://en.wikipedia.org/wiki/Virginia_Van_Upp

https://en.wikipedia.org/wiki/Christopher_Marlowe

https://en.wikipedia.org/wiki/John_Liptrot_Hatton

https://en.wikipedia.org/wiki/The_Andrews_Sisters


Η ταινία έχει πλήθος ευρηματικών σκηνών. Ξεχωρίζει η συζήτηση του πρωταγωνιστή στο παγκάκι με τον άστεγο, όπως και στο φινάλε, τα δύο φοβερά πλάνα(ένα στον καθρέφτη πριν τον τσακίσει ο Στιούαρτ, όπου θυμίζει λίγο από τον Ντε Νίρο στον «Ταξιτζή», 30 χρόνια πριν γυρίσει το φιλμ ο Σκορτσέζε και, η άλλη όταν κοιτάζεται μέσα από το κομμάτι του σπασμένου καθρέφτη). Όσα μηνύματα δεν είχε περάσει ο Clarence Brown σε όλα τα φιλμ του, τα ενσωματώνει εδώ. Κριτική στο σύστημα, απομυθοποίηση των θεωριών περί αποβλήτων της κοινωνίας, ανθρώπινη εκμετάλλευση, πολιτικές αναφορές στον τρόπο απόκτησης της πράσινης κάρτας, διαφθορά σε κάθε επίπεδο, τόσο όσων αφορά στην δημόσια διοίκηση, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και την κορυφαία του ίσως τοποθέτηση, αυτή περί κίνητρων και λανθασμένων επιλογών, που οδηγούν τον επαρχιώτη στην μεγαλούπολη, όπου στόχος γίνεται η απόκτηση αρκετών χρημάτων, για να αγοράσει μια φάρμα μακριά από την πόλη. Μια κατάσταση vise versa, μια ονειροπαγίδα που εγκλωβίζει στα δίχτυα της τα ανυποψίαστα θύματα, υποβοηθούμενη από τα πρότυπα που πλασάρει ο «ιδανικός τρόπος ζωής». Κι εδώ έχουμε τροφή για κάθε ενδιαφερόμενο κοινωνιολόγο. Ο Brown δράττεται της ευκαιρίας που του προσφέρει το αρχικό κείμενο για να αναλύσει τα πιο πάνω, με χιουμοριστικό τρόπο πάντα και, ορισμένες φορές κυνικό. Έχει δουλέψει πολύ τα πλάνα του, με την βοήθεια φυσικά του διευθυντή φωτογραφίας George Folsey. Την παραγωγή να πούμε ότι έκανε ο σκηνοθέτης, για την Metro-Goldwyn-Mayer.

Πάμε και στα κεντρικά πρόσωπα της εύθυμης αυτής ιστορίας, που διατηρεί ωστόσο τον δραματισμό και την τραγικότητα της. Ο Στιούαρτ υποδύεται τον νέο συγγραφέα που αγωνιά για το μέλλον αναζητώντας την αναγνώριση της δουλειάς του, αλλά οι συνεχόμενες απορρίψεις τον οδηγούν σε αδιέξοδο, πολύ μακριά από την επαρχιακή πόλη που ζούσε ευτυχισμένος. Χαμένος σε μια γκρίζα πραγματικότητα που καθιστά αδύνατα ακόμη και τα όνειρα, αντιλαμβάνεται ότι η αλήθεια και τα βιώματα είναι εκείνα που οφείλει να καταγράψει, κι όχι καταστάσεις που δεν έζησε ποτέ. Η Λαμάρ από την άλλη, προσπαθεί να ξεφύγει από την μοίρα του παράνομου μετανάστη και, να διαγράψει το στενάχωρο παρελθόν που την ακολουθεί σαν σκιά. Κάπως έτσι θα γνωριστεί με τον Ian Hunter μεγαλοεκδότη και μπερμπάντη, ο οποίος θα την ερωτευτεί αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στον συζυγικό του βίο. Η σύζυγος του όμως, Verree Teasdale, θα παίξει πολύ πιο καθοριστικό ρόλο από ότι αρχικά διαφαίνονταν, μπαίνοντας σφήνα στο ερωτικό γαϊτανάκι, θέτοντας τους δικούς της όρους. Έξοχη η ερμηνεία όλων, όμως εκείνη που κερδίζει την παράσταση, είναι δίχως αμφιβολία η Adeline De Walt Reynolds, στον ρόλο της γιαγιάς του Στιούαρτ. Πληθωρική και ώριμη παρουσία, με προσωπικότητα και ιδιαίτερο υποκριτικό ύφος. Τα τελευταία 25 λεπτά του φιλμ της ανήκουν δικαιωματικά.

https://en.wikipedia.org/wiki/Hedy_Lamarr

https://en.wikipedia.org/wiki/Ian_Hunter_(actor)

https://en.wikipedia.org/wiki/Verree_Teasdale

https://en.wikipedia.org/wiki/Adeline_De_Walt_Reynolds

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Η Τζώνι ονειρεύεται μια νέα σελίδα στην χτυπημένη από τη μοίρα ζωή της, μακριά από τα απομεινάρια της πατρίδας της, της Αυστρίας, η οποία στενάζει κάτω από τον ναζιστικό ζυγό. Η πολυπόθητη όμως πράσινη κάρτα δεν είναι κάτι εύκολο, κι αυτό θα το διαπιστώσει όταν βρεθεί αντιμέτωπη με την υπηρεσία μετανάστευσης, με μόνο της σύμμαχο τον ερωτοχτυπημένο, μεσήλικα μεγαλοεκδότη, που βλέπει στο πρόσωπο της μια καινούργια ευκαιρία στη ζωή. Ο τρίτος της παρέας που θα εμπλακεί στο ομαδικό αυτό αδιέξοδο, είναι ο Μπίλ, ένας νεαρός επαρχιώτης που αναζητεί στην σκληρή μεγαλούπολη την συγγραφική επιτυχία. Το σχέδιο είναι απλό: ένας εικονικός γάμος με τον άπορο σχεδόν συγγραφέα, ώστε να αποκτηθεί η πολυπόθητη ιθαγένεια. Τι θα συμβεί όμως όταν ο Μπίλ ερωτευτεί την όμορφη Τζώνι…

Αποκλειστικά για το Cine Oasis

Γιώργος Κοσκινάς

2013 – 2018

«Στη βοή της ζούγκλας»(Duel in the jungle – 1954)

Έκτακτο ζουγκλοειδές νουάρ(περίεργος κινηματογραφικός συνδυασμός και όχι ιδιαίτερα συνηθισμένος), με ολίγο από κροκόδειλους, αφρισμένα ποτάμια, δολοπλοκίες και πεινασμένα λιοντάρια, φίδια, ελέφαντες, ιπτάμενες… αντιλόπες, κουνουπιέρες για ασφαλή ύπνο στην ύπαιθρο, Αφρικάνικο φολκλόρ, μια γυναίκα – δύο άντρες, ο ένας από τους οποίους κοστίζει 2 εκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον, η ταινία διαθέτει Βρετανική, αποικιοκρατική φινέτσα(βουρδουλιές στους απείθαρχους ιθαγενείς, άπαντες πιστοί στο δόγμα «είμαι Άγγλος – κάνω  κουμάντο» κλπ), κι έχει γυριστεί στο Γιοχάνεσμπουργκ, συνεπώς οι σκηνές ζούγκλας δεν είναι ούτε αποσπάσματα ντοκιμαντέρ, ούτε έργο των σκηνογράφων στα στούντιο. Βλέπεται πολύ ευχάριστα, με τον Ντάνα Άντριους να συγκεντρώνει τα περισσότερα βλέμματα της κάμερας, όντας σε εξαιρετική φόρμα(υποκριτική και αθλητική). Συμπερασματικά, δείτε το – αξίζει τον κόπο.

Στα του προλόγου να προσθέσουμε ορισμένα ακόμη στοιχεία. Πρώτα απ’ όλα είναι μια από τις ξεχασμένες Αφρικανικές περιπέτειες του ’50, την ύπαρξη της οποίας αγνοούν πολλοί σινεφίλ. Ενώ δεν είναι υποδεέστερη από άλλες παρόμοιες ταινίες, φέρει την στάμπα ανεξάρτητης παραγωγής(Marcel Hellman Productions και Associated British Picture Corporation (ABPC). Μια καθαρά Βρετανική υπόθεση, κάτι που αυτομάτως συνεπάγονταν πως χωρίς την κλασική φανφάρα των Αμερικάνικων στούντιο, δεν είχε μεγάλες εισπρακτικές προσδοκίες(και διανομή στις Αμερικάνικες αίθουσες φυσικά). Πέραν αυτού, υπήρξε κι ένα τραγικό συμβάν που σημάδεψε τα γυρίσματα στην Αφρικάνικη ήπειρο. Ο βοηθός σκηνοθέτη Anthony Kelly άφησε την τελευταία του πνοή, όταν αναποδογύρισε το κανό στο οποίο επέβαινε, στα ορμητικά νερά του ποταμού Ζαμβέζη. Περιστατικό που σίγουρα φόρτισε συντελεστές και ηθοποιούς. Ειδικά από την στιγμή που διαδόθηκαν ανυπόστατες φήμες(δεν βρέθηκε ποτέ το πτώμα του άτυχου κινηματογραφιστή), ότι τον κατασπάραξαν κροκόδειλοι. Τα πολύ ωραία πλάνα ζούγκλας στην Νότια Αφρική και, συγκεκριμένα στα Port Elizabeth, Bechuanaland, Victoria Falls και, Johannesburg, τον Οκτώβριο του 1953. Δύο ακόμη παραλειπόμενα. Η Αγγλική κόπια της ταινίας είχε 105 λεπτά διάρκεια, ενώ στην Αμερική προβλήθηκε με 98. Τέλος, ο ηθοποιός Michael Mataka που τραγουδάει σε κάποια σκηνή και το The Night Belongs to Me, έγινε ο πρώτος Αφρικανός διοικητής της αστυνομίας στην Ζάμπια.

Η παραγωγή ήταν πολύ προσεγμένη, σχεδόν αψεγάδιαστη θα την χαρακτήριζα. Ενδεικτικό της τελειομανίας των Βρετανών τα μόλις 15 λεπτά σκηνών σε στούντιο, σε μια ταινία που θα μπορούσε άνετα να μην έχει καθόλου εξωτερικά γυρίσματα! Κάτι που προσδίδει πολύ γερή δόση ρεαλισμού στο φιλμ. Η πρόσληψη απ’ την άλλη του George Marshall ως σκηνοθέτη(όπως και η επιλογή των Dana AndrewsJeanne Crain), μαρτυρούσε ίσως και κάποιες σκέψεις για απήχηση εκτός Βρετανικών συνόρων. Άλλωστε και το σενάριο του Sam Marx προσέφερε γερές δόσεις αγωνίας και μυστηρίου, κάνοντας σαφώς πιο πολυδιάστατο το εγχείρημα. Στις λεπτομέρειες τελικά κρίθηκε η επιτυχία για το “Duel in the jungle”, που έπεσε πάνω είναι αλήθεια σε μια φουρνιά πολύ δυνατών, παρόμοιων παραγωγών(και πιο πολυδάπανων από το budget των μόλις 300.000 λιρών Αγγλίας του). Και μιλάμε για “King Solomon’s mines”(1950), “The African queen”(1951), “The snow of Kilimanjaro”(1952), “Mogambo”(1953), “Tanganyika”(1954) και, πλήθος άλλων(συν τα φιλμ του Ταρζάν του ’50).

Κατά τα άλλα, ο Άντριους είναι εξαιρετικός στον ρόλο του ντετέκτιβ ασφαλιστικής εταιρείας, δυναμικός και ερωτοχτυπημένος. Μια ερμηνεία κοντά στα δικά του υποκριτικά στάνταρ, αξιοπρεπέστατη. Άλλωστε τα είχε τα νουάρ(πολύ έμπειρος στο είδος), οπότε βγάζει μια αξιοθαύμαστη φυσικότητα. Εξίσου καλός κι ο Φάραρ(από τους πλέον πειστικούς “κακούς”). Είναι ο υποτιθέμενος νεκρός εκατομμυριούχος, που έπεσε από το κατάστρωμα ενός πλοίου κατά την διάρκεια καταιγίδας, αλλά που στην ουσία αναζητά διαμάντια και όχι μόνο. Όσο για την Κρέην(μνηστή του εξαφανισθέντα), είναι μέτρια. Λιγάκι έξω από τα νερά της, άνευρη και με κλισέ αντιδράσεις. Υπάρχουν στιγμές κινδύνουν που ο φόβος και ο πανικός της δεν πείθουν τον θεατή. Εδώ μάλλον υπέπεσε σε σφάλμα η παραγωγή.

https://en.wikipedia.org/wiki/Dana_Andrews

https://en.wikipedia.org/wiki/Jeanne_Crain

https://en.wikipedia.org/wiki/David_Farrar_(actor)

Ο Μάρσαλ, με μεγάλες στιγμές στην καριέρα του και, φιλμ όπως τα Destry Rides Again (1939), Pot o’ Gold (1941 – και τα δύο με τον Τζαίημς Στιούαρτ), The Blue Dahlia (1946 – φοβερό νουάρ με τον Άλαν Λάντ), The Perils of Pauline (1947), Never a Dull Moment (1950 – καταπληκτική κωμωδία με τον Φρεντ Μακ Μάρει), Scared Stiff (1953 – με το ασυναγώνιστο δίδυμο Ντην Μάρτιν & Τζέρι Λιούις), ήταν άκρως ενδεδειγμένη ως επιλογή. Και αναφέρομαι βέβαια στα φιλμ που έκανε πριν το “Duel in the jungle”, από τα οποία και τον επέλεξαν οι παραγωγοί. Γιατί μετά, γύρισε μεταξύ άλλων και τα Red Garters (1954), Destry (1954), The Guns of Fort Petticoat (1957), The Sheepman (1958), The Gazebo (1959). Μπαρουτοκαπνισμένος, με ιδιαίτερη εκτίμηση στα φιλμ περιπέτειας αλλά και τα γουέστερν, μπορεί να μην πρόσθεσε καινοτομίες στην τέχνη που υπηρέτησε, αποτέλεσε όμως μια από τις πλέον αξιόπιστες επιλογές σκηνοθέτη για πάνω από 30 χρόνια. Είχε δυνατότητες για περισσότερα, αρκέστηκε όμως στην εμπορική πλευρά του νομίσματος.

https://en.wikipedia.org/wiki/George_Marshall_(director)

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Η πτώση στην φουρτουνιασμένη θάλασσα εν μέσω καταιγίδας, του  εκκεντρικού εκατομμυριούχου και λάτρη της περιπέτειας Πέρι Χέντερσον, προκαλεί αναστάτωση στα κεντρικά της ασφαλιστικής εταιρείας Ιντερνάσιοναλ. Ο λόγος, τα 2 εκατομμύρια δολάρια της αποζημίωσης, σε περίπτωση θανάτου. Το μυστήριο αναλαμβάνει να επιλύσει ο ντετέκτιβ της εταιρείας Σκότ Γουόλτερς, ακολουθώντας τα ίχνη του εκατομμυριούχου και της μνηστής του(την οποία ερωτεύεται βεβαίως), μέχρι την καρδιά της Αφρικάνικης ζούγκλας, σε μια πορεία γεμάτη θανάσιμους κινδύνους, ψέματα, έρωτα και κρυμμένα μυστικά…

Αποκλειστικά για το Cine Oasis

Γιώργος Κοσκινάς

2013 – 2018

«Τόνκα»(Tonka – 1958)

Θαυμάσια ταινία του Lewis R. Foster για λογαριασμό της Ντίσνευ, με θέμα την μάχη στο Little Big Horn, μια αποφράδα ημέρα για τον νεοσύστατο στρατό της Ένωσης. Η ταινία δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά σε αυτό το γεγονός, δίνοντας έτσι μια ακόμη άποψη σε ένα χιλιοειπωμένο θέμα, κάτι που θα την έκανε άλλωστε να ξεστρατίσει από τις αρχές της ίδιας της εταιρείας παραγωγής. Ο ήρωας της ήταν υπαρκτός και, σε αυτόν αναφέρεται. Πρόκειται για τον Tonka, ή Comanche, τον μοναδικό επιζώντα εκείνης της σφαγής, ένα περήφανο και δυνατό άλογο. Το “War Horse” που γύρισε δεκαετίες μετά ο Spielberg, έχει “πατήσει” σε μεγάλο βαθμό εδώ. Μια ακόμη μοναδική δημιουργία του θείου-Γουώλτ που δείχνει τον δρόμο για απλές παραγωγές, αληθινές και ανθρώπινες στιγμές.

Μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες μορφές της στρατιωτικής ηγεσίας εκείνα τα χρόνια των ΗΠΑ, ο πολύς, αλαζόνας και αιμοδιψής, στρατηγός George Armstrong Custer, γνωστός ως Κιτρινομάλλης για τους ινδιάνους, οδήγησε τους άνδρες του σε μια σφαγή προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις αχαλίνωτες του φιλοδοξίες και την ματαιοδοξία που τον διέκρινε. Πίστεψε ότι θα πιάσει στον ύπνο μια φυλή σαν τους Σιού και, η ιστορία κατέγραψε 268 νεκρούς, Αμερικανούς στρατιώτες και 55 τραυματίες. Αριθμοί που προέρχονται από την πλευρά των ηττημένων, οπότε υπάρχει μεγάλη δόση αμφισβήτησης τους, καθώς δεν θα ήθελαν(και ούτε θέλουν), να βγάλουν πραγματικούς αριθμούς στη φόρα. Αριθμούς που θα μεγάλωναν ενδεχομένως στα μάτια των πολιτών την αποτυχία. Επειδή όμως όλα αυτά είναι υποκειμενικά και, εναπόκειται στην κρίση του καθενός να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, θα σας παραπέμψω σε έναν σύνδεσμο της wikipedia. Τουλάχιστον θα μάθετε αρκετά από τα γεγονότα και μέρος των παρασκηνίων. Βέβαια, είπαμε, είναι γραμμένα εκ των υστέρων και μονόπλευρα…

https://en.wikipedia.org/wiki/Battle_of_the_Little_Bighorn

Ο Γουώλτ Ντίσνευ καταθέτει ναι μεν μια άποψη για τα γεγονότα, όμως δεν είναι η πρώτη φορά που παίρνει σαφώς το μέρος των ινδιάνων. Και, μάλιστα σε μια εποχή που γυρίζονταν αρκετά γουέστερν αφηγούμενα τα ίδιο θέμα και, τα οποία μυθοποιούσαν εκείνη την μάχη, χωρίς να αγγίζουν όμως τις αιτίες και τα σφάλματα. Ο Ντίσνευ κράτησε μια στάση, κάτι που γίνεται σαφές στο φιλμ του. Δεν ξέρω αν μπορεί να αποκαλέσει κανείς αυτή την στάση ως τόλμη, όμως σίγουρα τον τιμά το γεγονός ότι προσπάθησε να είναι όσο πιο αμερόληπτος γίνονταν. Κι αυτό οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε. Η σκηνοθετική επιμέλεια ανήκει στον Lewis R. Foster, που κι αυτός με τη σειρά του πιστώνεται την ισορροπία που επέφερε μεταξύ γλαφυρότητας και ρεαλισμού. Δεν παρέκλινε σε καμία περίπτωση από αυτές τις σκηνοθετικές γραμμές που τέθηκαν(ίσως και να επιβλήθηκαν μερικώς…), αποφεύγοντας έτσι την σκληρότητα παρόμοιων παραγωγών. Παρ’όλα αυτά, το φιλμ δεν στερείται δράσης. Κάθε άλλο. Έχει πολύ όμορφα γυρίσματα, είναι πλούσια παραγωγή και προσεγμένη στην λεπτομέρεια. Δείτε πιο κάτω συνοπτικά και το συνολικό του έργο, που δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο.

https://en.wikipedia.org/wiki/Lewis_R._Foster

Το φιλμ άντλησε υλικό από το βιβλίο Comanche: Story of America’s Most Heroic Horse, του συγγραφέα David Appel. Η αφήγηση του ήταν αυτή που ταίριαζε στην ταινία, όπως αποφάσισε ο ίδιος ο Ντίσνευ, γι’ αυτό και προτιμήθηκε. Άλλωστε ήταν μια από τις λίγες που επικεντρώνονταν στο άλογο και, όχι στην ίδια την μάχη. Ο σκηνοθέτης, ο συγγραφέας και, η Lillie Hayward, ανέλαβαν να προσαρμώσουν σεναριακά το βιβλίο. Η παραγωγή είναι του James C. Pratt, ο οποίος έκανε πολύ καλή δουλειά. Μουσική υπόκρουση Oliver Wallace, άριστη φωτογραφία από τον Loyal Griggs, με πανέμορφα κοντινά στους ηθοποιούς, τη φύση και, τις σκηνές μάχης. Πάμε και στο καστ. Sal Mineo, Philip Carey, Jerome Courtland, Rafael Campos, H.M. Wynant, Joy Page, Britt Lomond, Herbert Rudley, Sydney Smith, John War Eagle, Gregg Martel, Slim Pickens και Robert ‘Buzz’ Henry. Ο πιτσιρικάς εδώ Mineo είναι ο νεαρός ινδιάνος που αιχμαλωτίζει το ατίθασο άλογο και δένεται μαζί του, ο Carey υποδύεται τον έντιμο λοχαγό του ιππικού που γίνεται ο δεύτερος αφέντης του Τόνκα και, οι υπόλοιποι συμπληρώνουν με την παρουσία τους τα πλάνα. Εύφημος μνεία στον Pickens, που αν άφηνε ταινία γουέστερν, ειδικά της Ντίσνευ, χωρίς συμμετοχή εκείνα τα χρόνια, κάτι θα πάθαινε! Εδώ είναι μικρή η παρουσία του, αλλά μόνο και μόνο από την φωνή θα τον καταλάβετε! Το φιλμ τα πήγε περίφημα εισπρακτικά, φέρνοντας κέρδη της τάξεως των 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Στην Ελλάδα ο τίτλος δεν διαμορφώθηκε, αλλά παραδόξως παρέμεινε ο ίδιος: Τόνκα.

https://en.wikipedia.org/wiki/Sal_Mineo

https://en.wikipedia.org/wiki/Philip_Carey

https://en.wikipedia.org/wiki/Slim_Pickens

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Ένα άγριο άλογο διαφορετικό από όλα τα άλλα, ξεχωρίζει στα μάτια του νεαρού ινδιάνου και, αποφασίζει να το κάνει δικό του με κάθε τίμημα. Καταφέρνει να το αιχμαλωτίσει και να το εκπαιδεύσει άριστα, βασιζόμενος σε δύο βασικά στοιχεία: την καλοσύνη και τον σεβασμό για το ζώο. Η αμοιβαία αυτή αγάπη που αναπτύσσεται, θα περάσει από τα χίλια κύμματα της ανθρώπινης κακίας. Μια γραμμή όπου το μίσος, η κακία, η ματαιοδοξία, ο φθόνος, ενώνονται μεταξύ τους και γίνονται ένα ακάνθινο χαλινάρι για τον λαιμό του περήφανου και πιστού ζώου. Υπάρχουν στιγμές που η λύτρωση μοιάζει να είναι ουτοπία και, για τους δύο φίλους. Χωρίζουν και ξανασμίγουν, για να βρεθούν τελικά στο πεδίο μιας παράλογης σφαγής, σε αντίπαλα στρατόπεδα. Όμως αυτά που τους ενώνουν δεν μπορεί να τα χωρίσει καμία λόγχη.

Αποκλειστικά για το Cine Oasis

Γιώργος Κοσκινάς

2013 – 2018

«The vampire»(1957)

Sci fi εκδοχή ενός κλασικού θέματος ταινιών τρόμου, επιστημονικά διαταραγμένη και μεταλλαγμένη όμως σε τέτοιο βαθμό, ώστε να λανσάρει εκ νέου τον μύθο του δημοφιλούς κινηματογραφικού βαμπίρ αποφεύγοντας επιδέξια τους σκοπέλους του τετριμμένου. Επανασυστήνει τον δράκουλα καθιστώντας τον δέσμιο της επιστημονικής του ματαιοδοξίας, σε ένα προφίλ θύματος περισσότερο, παρά θύτη. Από τα καλύτερα low budget sci fi των ’50ς δίχως αμφιβολία, με πρωτότυπο σενάριο, που στην πορεία αποδείχτηκε άκρως επιδραστικό. Το συστήνω ανεπιφύλακτα στους φίλους του είδους. Στην σχετική μονάδα αξιολόγησης(καλτο-sci-fi-μετρο), πλησιάζει επικίνδυνα το 10!

Φαντάζομαι ότι πολλοί θεατές(και το ’57 και στις μέρες μας), παρασύρθηκαν από τον τίτλο και επένδυσαν τον χρόνο τους, θεωρώντας πως έχουν να κάνουν με μια ακόμη ταινία περί βαμπίρ και βρικολάκων. Η αλήθεια είναι ότι το “The Vampire” λειτουργεί σαφώς παραπλανητικά ως τίτλος. Στην πορεία φυσικά, καθώς τα πλάνα διαδέχονται το ένα το άλλο με συνδετικό κρίκο την εξαιρετικά ατμοσφαιρική μουσική, η ταινία κερδίζει πόντους ευρηματικότητας αν μη τι άλλο. Έξυπνη η διασκευή του παραδοσιακού θέματος, μπολιασμένη με τεχνολογικές παρενέργειες εργαστηριακού τύπου. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και ένα χρόνο νωρίτερα με το The Werewolf, αν και εκεί μπαίνουμε στα sci fi χωράφια της Columbia Pictures. Η United Artists είχε μια διαφορετική, καλτ αποχρώσεων του ασπρόμαυρου προσέγγιση, στον σινε tech fear. Γύρισε το “The Vampire” στα περίφημα στούντιο του Hal Roach στην Καλιφόρνια τον Δεκέμβριου του ’56, με μόλις 115.000 δολάρια, τα οποία και έβγαλε εις τριπλούν στα ταμεία. Την παραγωγή ανέλαβαν οι Arthur Gardner και, Jules V. Levy(μαζί με τον Arnold Laven είχαν την ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής Levy-Gardner-Laven, που μεταξύ άλλων υπέγραψε και τις επιτυχίες του John Wayne, McQ και, Brannigan). Τέλειος συνδυασμός σασπένς και μυστηρίου από τον Gerald Fried, που έκανε θαυμάσια δουλειά με τις μουσικές του. Εξαιρετικός μουσικοσυνθέτης, με soundtrack στο ενεργητικό του όπως τα Killer’s Kiss (1955, του Κιούμπρικ), I Bury the Living (1958), Timbuktu (1959, του Τουρνιέ), The Cabinet of Caligari (1962) κ.α. Στα 300 φιλμ σταμάτησε η δημιουργικότητα του. Όσο για τις τηλεοπτικές σειρές που έντυσε ηχητικά, να παραθέσουμε μερικές: Gunsmoke, Gilligan’s Island, The Man from U.N.C.L.E., Star Trek, Mission: Impossible, The Flying Nun, Lost in Space, Mannix, Police Woman, Roots, Dynasty, και μερικες εκατοντάδες ακόμη! Ψιλοπράγματα δηλαδή.

https://en.wikipedia.org/wiki/Gerald_Fried

Προς μεγάλη μου έκπληξη διαπιστώνω ότι η Metro-Goldwyn-Mayer(έχει εδώ και χρόνια τα δικαιώματα της United Artists), στηρίζει αυτά τα b movies του ’50, με τις επανακυκλοφορίες της. Το 2007 έριξε στην αγορά το “The Vampire” σε double feature dvd, μαζί με το The Return of Dracula. Προτιμήστε όμως οι ενδιαφερόμενοι το bluray της Scream Factory, που κυκλοφόρησε μόλις τον Απρίλη του 2017. Τα αντίτυπα δεν είναι πολλά, αλλά με μια επίσκεψη διαδικτυακή στις ιστοσελίδες των πιο πάνω εταιρειών, έχετε ελπίδες να εμπλουτίσετε την ταινιοθήκη σας. Στην χώρα μας ούτε λόγος. Το φιλμ ούτε προβλήθηκε, ούτε και κυκλοφόρησε σε κάποιο φορμάτ προς πώληση. Να δω τι θα κάνουν οι Ελληνικές εταιρείες διανομής, αν παρθεί η απόφαση των στούντιο να κυκλοφορούν bluray και με Ελληνικούς υπότιτλους, στο εξωτερικό… Δύο λόγια και για το καστ. John Beal(ο άτακτος γιατρός της επαρχιακής πόλης που μεταμορφώνεται σε τέρας), Coleen Gray(η πάντα πρόθυμη και φιλότιμη βοηθός του), Kenneth Tobey(ο σερίφης της πόλης), Lydia Reed(η μικρούλα κόρη του γιατρού),  Dabbs Greer(ο πανεπιστημιακός του φίλος, με πλήρη άγνοια κινδύνου…).

Μπορεί τα ονόματα να μην σας λένε και πολλά, όμως αποκλείεται να μην έχετε ξαναδεί τις φάτσες τους. Η Ρίντ έπαιξε και στα φοβερά νουάρ Kansas City Confidential (1952), Johnny Rocco (1958). Ο Τόμπι είχε την πιο επιτυχημένη καριέρα από όλους, με συμμετοχές σε φιλμ όπως τα Davy Crockett, King of the Wild Frontier (1955), The Man in the Grey Flannel Suit (1956), Gunfight at the O.K. Corral (1957), και, The Candidate (1972). Αντίστοιχα σπουδαία σταδιοδρομία αλλά τηλεοπτική, για τον Γκρίρ. Και που δεν έπαιξε! Τα πάνε όλοι πολύ καλά. Δεν αναζητούμε ψήγματα σπάνιου υποκριτικού ταλέντου σε αυτά τα φιλμ, αλλά πειστικές ερμηνείες και ωραίες σκηνές. Και, το φιλμ διαθέτει κι από τα δύο. Όπως και τον Paul Landres στην σκηνοθετική καρέκλα, που γύρισε άλλα δύο υπέροχα sci fi, τα The Flame Barrier (1958) και, The Return of Dracula (1958). Πολύ καλά τα οπτικά εφέ για την εποχή και ακόμη πιο έξοχες οι γκριμάτσες των ηθοποιών στις σκηνές φόβου!

https://en.wikipedia.org/wiki/John_Beal_(actor)

https://en.wikipedia.org/wiki/Kenneth_Tobey

https://en.wikipedia.org/wiki/Dabbs_Greer

https://en.wikipedia.org/wiki/Coleen_Gray

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Καρπός ενός αποτυχημένου πειράματος, το χάπι για τον έλεγχο των πρωτόγονων ζωωδών ενστίκτων, που ξυπνούν μέσω της εγκεφαλικής παλινδρόμησης, οδηγεί σε μια φρικιαστική παραμόρφωση τους χρήστες του. Ένα ακόμη εφιαλτικό τεχνολογικό σενάριο, έρχεται για να σπείρει τον τρόμο στην μικρή, επαρχιακή πόλη. Τα ήρεμα βράδια κρύβουν απεχθή εγκλήματα και, το κοιμητήριο πτώματα…

Αποκλειστικά για το Cine Oasis

Γιώργος Κοσκινάς

2013 – 2018

«Ο άνθρωπος δυναμίτης»(Fools parade – 1971)

Υποτιμημένη αλλά εξαιρετική ταινία, κοντά στο ύφος του “Emperor of North Pole”(το οποίο γυρίστηκε δύο χρόνια μετά), με έναν θαυμάσιο Τζίμι Στιούαρτ να δίνει ξανά ρεσιτάλ υποκριτικής. Μια πικρόχολη ματιά στην Αμερική της δεκαετίας του ’30, στα χρόνια των άστεγων, της κοινωνικής αδικίας, της ολοκληρωτικής διαφθοράς σε κάθε επίπεδο, με πλήθος συμβολισμών και μηνυμάτων. Δεν είναι ένα απλό φιλμ δράσης(παρότι πολλές κινηματογραφικές βάσεις δεδομένων το κατατάσσουν στην κατηγορία comedy/drama), αλλά ένα δριμύτατο σκηνοθετικό κατηγορώ απέναντι στο σαθρό σύστημα δικαιοσύνης και τις χαμένες ανθρώπινες ψυχές, που καταπίνει ο βάλτος του. Ο Andrew V. McLaglen έκανε καταπληκτική δουλειά στην σκηνοθεσία, παίρνοντας το μάξιμουμ των ηθοποιών του, όμως τα εύσημα ανήκουν και στο εξαιρετικό ομώνυμο βιβλίο του Davis Grubb(σε ελεύθερη απόδοση: “Fool’s parade” – «Ψευδαίσθηση»), που δεν χαρίζεται σε τίποτα και κανέναν.

Το φιλμ είναι γνωστό και με τον τίτλο: “Dynamite man from Glory Jail”, ο οποίος προφανώς και ενέπνευσε τον Έλληνα μεταφραστή, να το ονομάσει «Ο άνθρωπος – δυναμίτης». Ο συγγραφέας Davis Grubb έγραψε 10 συνολικά βιβλία(συν τρείς συλλογές διηγημάτων), όμως είδε 3 από αυτά να μεταφέρονται στην μεγάλη οθόνη. Πρόκειται για τα The Night of the Hunter (1953), Fools’ Parade (1969), και, The Barefoot Man (1971). Αρκετές από τις ιστορίες που περιέλαβε στις συλλογές του, αξιοποιήθηκαν και τηλεοπτικά από τους Alfred Hitchcock και, Rod Serling, στην σειρά Night Gallery. Να πούμε ακόμη, ότι ο Grubb είχε άλλες καλλιτεχνικές ανησυχίες αρχικά(ζωγραφική), όμως η αχρωματοψία τον οδήγησε στην συγγραφή.

https://en.wikipedia.org/wiki/Davis_Grubb

Ο Andrew V. McLaglen έκανε επί το πλείστον ταινίες δράσης, με αρκετές από αυτές να γίνονται μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες. Το “Fool’s parade” ήταν το μοναδικό φιλμ στο οποίο κατέθεσε άποψη και, μάλιστα πολιτική. Την θεωρώ ως την πιο ολοκληρωμένη ταινία του, από κάθε άποψη. Είναι και η μόνη που φλερτάρει τόσο έντονα με το δράμα και τις τραγικές προεκτάσεις του. Από τα γουέστερν του, τα πιο γνωστά σε όλους είναι τα McLintock!(1963), Shenandoah (1965), The Rare Breed (1966),  The Way West (1967), Bandolero! (1968), Chisum(1970), Cahill U.S. Marshal(1973), και, The Last Hard Men (1976). Γύρισε τρείς ταινίες με τον Στιούαρτ(Shenandoah – Rare Breed – Fool’s parade), και, τρείς με τον Γουέην(McLintock – Chisum – Cahill). Όπως επίσης και τρία εξαιρετικά πολεμικά φιλμ, The Wild Geese (1978), Breakthrough (1979), The Sea Wolves (1980). Στον MacLaglen πιστώνονται και τα sequel δύο σπουδαίων ταινιών, The Dirty Dozen: Next Mission(1985), και, Return from the River Kwai (1989). Γύρισε ακόμη 96 επεισόδια του Gunsmoke, 116 του Have Gun – Will Travel και, 6 του Rawhide.

https://en.wikipedia.org/wiki/Andrew_V._McLaglen

Εκτός του πρωταγωνιστή(James Stewart), από τον οποίο ούτως ή άλλως δεν περίμενε κανείς τίποτα λιγότερο ως ερμηνεία, αυτοί που εντυπωσιάζουν είναι δύο από τους δευτερο-ρολίστες, οι George Kennedy και Strother Martin. Είναι καταπληκτικοί στους ρόλους τους, που σημειωτέων, είναι ιδιαίτερα δύσκολοι. Ο Kennedy ενσαρκώνει τον άκρως διεφθαρμένο και διαταραγμένο ψυχικά, σκληρό δεσμοφύλακα, που χρηματίζεται δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό, δολοφονεί με κυνισμό, κρυμμένος πίσω από έναν θρησκευτικό, υποκριτικό μανδύα(τις Κυριακές παραδίδει μαθήματα στο κατηχητικό). Όταν εστιάζει πάνω του ο φακός, διακρίνει κανείς τον ιδρώτα του άγχους και του φόβου, αλλά και την διαστροφή στο βλέμμα. Ο Kennedy διαχειρίζεται τα συναισθήματα του υποδειγματικά. Σπουδαίος ηθοποιός, που άξιζε μεγαλύτερης αποδοχής στην καριέρα του. Δικαιωματικά. Ο Martin από την άλλη, είναι εκείνο το διαρκώς φοβισμένο ανθρωπάκι, που σφιχταγκαλιάζει το σημειωματάριο του και ονειρεύεται να ανοίξει ένα εμπορικό κατάστημα. Γράφει συνέχεια τα προϊόντα που θα χρειαστεί, κάνει υπολογισμούς, ζει μέσα από αυτές τις μικρές σελίδες.

https://en.wikipedia.org/wiki/George_Kennedy

https://en.wikipedia.org/wiki/Strother_Martin

Στην παρέα έμπειρων ηθοποιών, προστίθενται και ο νεαρός τότε Kurt Russell, στον ρόλο ενός εκ των τριών αποφυλακισθέντων. Αν και δεν του δίνει το σενάριο ιδιαίτερη ελευθερία κινήσεων και πολλές προσωπικές στιγμές, εντούτοις υπάρχουν τουλάχιστον 2 σκηνές που φανερώνουν δείγματα μεγάλου ταλέντου. Θεωρώ ότι αδίκησε τον εαυτό του στην συνέχεια, καθώς με τις παραστάσεις που είχε στα πρώτα 5-6 χρόνια της καριέρας του, δίπλα σε ογκόλιθους υποκριτικής, δεν εκμεταλλεύτηκε τις εμπειρίες και τις ευκαιρίες που του δόθηκαν.  Απίστευτη απλά η Anne Baxter και αγνώριστη, στον ρόλο της πόρνης που αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία και ζει σε ένα πλωτό σπίτι στο ποτάμι. Φοβερή ερμηνεία από την δύο φορές βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιό. Ο Τζίμι, όπως λέγαμε και πιο πάνω, αν και δεν είναι ακριβώς στο στοιχείο του βάσει ρόλου, παρ’ όλα αυτά είναι ο σπουδαίος εκείνος ηθοποιός που θαυμάσαμε. Ηγείται των τριών(τεσσάρων στην συνέχεια), φυγάδων. Θα αναγκαστεί να ζήσει ένα déjà vu, ικανό να αποβεί μοιραίο, ενώ θα έρθει αντιμέτωπος με τους ίδιους του τους φόβους και τα λάθη.

https://en.wikipedia.org/wiki/Kurt_Russell

https://en.wikipedia.org/wiki/Anne_Baxter

Ευρηματικό το πλάνο αμφισβήτησης και επικριτικού χλευασμού και, παράλληλα, απομυθοποίηση των αξιών πάνω στις οποίες στήθηκε ένα έθνος, όταν ο φακός ακολουθεί τον κυματισμό της σχισμένης αφίσας του Φρανκλίνου Ρούσβελτ, στις όχθες του ποταμού. Το ίδιο είχε προηγηθεί λίγα λεπτά πριν, όταν η μεθυσμένη πόρνη βάζει να παίζει στο γραμμόφωνο τον εθνικό ύμνο της χώρας της και, παρελαύνει με την Αμερικάνικη σημαία ανά χείρας… Δεν είναι οι μόνες αιχμές του σκηνοθέτη αυτές οι δύο. Έχει πολλές αντιπαραθέσεις αρρωστημένου πατριωτισμού και γύμνιας ιδανικών, εμβόλιμα στα 98 λεπτά της ταινίας, είτε με ατάκες, είτε αφήνοντας απλά την κάμερα να παίρνει τον ρόλο του αφηγητή.  Βάζει πολύ περισσότερο δυναμίτη, από ότι ο ζωσμένος με εκρηκτικά πρωταγωνιστής του, στα θεμέλια μιας κοινωνίας κοιμισμένης στο ατομικό συμφέρον, χωρίς ηθικούς φραγμούς και, με περίσσια υποκρισία. Βαθιά κοινωνική τομή, υπερβολικά ρεαλιστική, η δουλειά αυτή του Andrew V. McLaglen. Πολύ δυνατή ταινία, που αξίζει να βρίσκεται στην ταινιοθήκη κάθε σινεφίλ.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Τρείς πρώην κατάδικοι των αγροτικών φυλακών του Γκλόρι, αποφυλακίζονται και αναγκάζονται από τον υπέρμετρα σκληρό δεσμοφύλακα, να επιβιβαστούν σε ένα τραίνο με προορισμό το Οχάιο, εκατοντάδες μίλια μακριά. Ένας εξ αυτών, ο Μάτι Άπλγιαρντ(με το γυάλινο μάτι), και, η επιταγή των 25.000 δολαρίων για τα 40 χρόνια εργασίας του στα ορυχεία της φυλακής, που κουβαλάει μαζί του, γίνεται το επίκεντρο μιας ανηλεής καταδίωξης, γεμάτη μίσος και πλεκτάνες. Ο διεφθαρμένος δεσμοφύλακας Κάνσιλ, μια διαταραγμένη ψυχικά φιγούρα, θα χρησιμοποιήσει κάθε αθέμιτο μέσο, προκειμένου να τους σκοτώσει και να πάρει την επιταγή…

Αποκλειστικά για το Cine Oasis

Γιώργος Κοσκινάς

2013 – 2018